“Τι ήταν αυτό που μόλις είπα;”. Το αίμα, βιαστικά ανεβαίνει στο κεφάλι σαν υδρατμός ντροπής που κολλάει στα τζάμια της ύπαρξης μου. Παρατηρώ τον εαυτό μου, ακόμη και τώρα που έχει περάσει κάμποσος καιρός και μάλιστα με λεπτομέρειες: “βλέπω” τα χείλη μου, τα μάτια μου, τo ανέμελο χαμόγελο μου καθώς εξέπεμπα ανάλαφρα λέξεις τις οποίες μετάνιωσα με του που τις είπα. Ξάφνου αντιλαμβάνομαι πως ένα “Βλέμμα” με παρακολουθεί. Ένα “Βλέμμα” δικό μου μεν, που ταυτόχρονα έχει εμένα ως αντικείμενο. Ένα “Μάτι” που με κοιτάζει, αποφαίνεται και μου προκαλεί συναισθήματα. Άλλοτε με κοιτάζει με αγάπη, άλλοτε με υποτίμηση, άλλοτε με θυμό και επίκριση. Ίσως μερικές φορές με συμπόνοια.
Τι είδους “Βλέμμα” είναι αυτό; Πως μορφοποιείται; Πως λειτουργεί; Με ποιον τρόπο με επηρεάζει; Και εν πάση περιπτώσει ποιανού “Μάτι” είναι;
Κάποτε, ένας φίλος, στα πλαίσια των σπάνιων στιγμών εφηβικής εξομολόγησης, μου ανέφερε πως όταν τελείωνε τον αυνανισμό- που για λόγους εντελώς πρακτικούς ελάμβανε χώρα συνήθως στη τουαλέτα του σπιτιού- απέφευγε να κοιτάξει τον εαυτό του στο καθρέπτη γιατί ντρεπόταν. Ποιο βλέμμα ακριβώς απέφευγε; Έχω την αίσθηση πως μιλάμε για αυτό στο οποίο αναφέρομαι και εγώ. Σε αυτό που αναδυόταν στιγμιαία κάπου ανάμεσα στο σώμα και το είδωλο του. Ένα βλέμμα που έκανε τον φίλο μου να είναι εκείνος που κοίταζε και εκείνος που κοιταζόταν, εκείνος που επέκρινε και εκείνος που ντροπιαζόταν. Η ψυχή του, έστω και εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα είχε καταληφθεί από το “Βλέμμα”. Ο αναθεματισμένος καθρέπτης απλώς το έκανε περισσότερο απτό. Του έδινε μια ξεκάθαρη και ανθρώπινη μορφή.
Η υπόθεση μου είναι πως κατά κάποιον τρόπο, αυτό το “Βλέμμα” έχει μια δική του ατζέντα, μερικώς ασυνείδητη και που όπως φαίνεται επηρεάζει βαθιά τη σχέση με τον εαυτό μας. Δε θεωρώ πως είναι μόνο μια εσωτερίκευση απαγορεύσεων, ενός αυστηρού Υπερεγώ, όπως στα παραπάνω παραδείγματα. Θα το περιέγραφα περισσότερο ως σύμπλεγμα. Ένα ψυχικό περιεχόμενο που κουβαλάει την βαθιά συναισθηματική επίγνωση του Άλλου και σχηματίζεται γύρω από την αναντίρρητη ανάγκη μας για σχέσεις. Είναι μια αλληγορία της εσωτερίκευσης των βλεμματικών μας επαφών με σημαντικούς άλλους και των πολύπλοκων διανοητικών και συναισθηματικών διεργασιών που μας προκάλεσαν. Είναι μια συμβολική συμπύκνωση της διαρκούς μας ανάγκης για συνδεσιμότητα, ακόμη και τις στιγμές που είμαστε ολότελα μόνοι.
Το “Μάτι” θα μπορούσε να θεωρηθεί η φαντασιωσική μορφή αυτού του “Βλέμματος”. Ο ακοίμητος παρατηρητής της ψυχολογικής μας ζωής, που έχει τη καταπληκτική ικανότητα να δει ακόμη και κάτω από το δέρμα μας. Ακόμη και τις ανομολόγητες σκέψεις μας. Η ικανότητα του να μας αποσταθεροποιεί ή να μας ανακουφίζει είναι εκπληκτική. Σάμπως, τελικά αυτό δεν είναι ο βασικός διαμορφωτής της αυτοεικόνας μας; Αυτό δεν μας κάνει να νιώθουμε άβολα, παραδείγματος χάριν, όταν μπαίνουμε μόνοι μας σε ένα καινούριο εστιατόριο; Σε αυτό δεν απολογούμαστε όταν σκοντάφτουμε και τα νιώθουμε αμήχανα παρότι κανένας δε μας έχει δει; Αυτό δε διατηρεί το θαυμασμό στον εαυτό μας, όταν ξαπλώνουμε στο κρεββάτι, στο τέλος μιας μέρας που καταφέραμε κάτι σπουδαίο; Από αυτή την άποψη, το “Βλεμμα” έχει εξαιρετικό πρακτικό και κλινικό ενδιαφέρον.
Η ανάδυση του εαυτού, από την ωκεάνια σούπα της βρεφικής συγχώνευσης με τη μητέρα, γίνεται μεταξύ άλλων μέσα από την αλληλεπίδραση των οφθαλμών. Η φύση προνοεί ώστε αρκετά νωρίς να αποζητούμε τη βλεμματική επαφή. Η ικανότητα του βρέφους να συντονίσει και να στρέψει τα μάτια του(και τι μεγάλα που είναι!) προς τη μητέρα, κάνοντας την να νιώσει ότι το πολυαγαπημένο της πλάσμα τη κοιτάζει, διαμορφώνει τη πίστα πάνω στην οποία θα διαδραματιστεί ο χορός των βλεμμάτων, ακολουθώντας το ρυθμό του συναισθηματικού δεσμού τους. Τα μάτια της Μητέρας- αυτές οι ολοστρόγγυλες μάνταλες- στο εξής παίζουν τεράστιο ρόλο στο τρόπο που εκείνη μας “ρουφάει” μέσα της. Στο τρόπο που και εμείς τη “ρουφάμε”!
Ανακαλύπτουμε λοιπόν, ένα βλέμμα τόσο σημαντικό όσο η επιβίωση, προτού καν να έχουμε την ικανότητα να ξεχωρίσουμε ότι αυτό το βλέμμα δεν είναι δικό μας. Ο τρόπος που μας κοιτάζει ή που δε μας κοιτάζει, η τρυφερότητα ή η σκληρότητα του, η λάμψη ή η στιλπνότητα του, η ανάγκη του να μας εφευρίσκει ή ακόμη και να μας ξεσκεπάζει αδιάκριτα, η σιγουριά του ή ο έντονος φόβος του, όλα διαμορφώνουν το μπλοκ εμπειριών που συνωστίζονται γύρω από το φαινόμενο του “Βλέμματος”. Η επανάληψη αυτών των αλληλεπιδράσεων, σταδιακά εσωτερικεύεται. Το “Βλέμμα” δεν έχει πια ανάγκη τη φυσική παρουσία της μαμάς ή του μπαμπά ή του μικρού μας αδελφού για να μας κοιτάξει. Εφεξής μας ακολουθεί διαρκώς. Πάνω ή κάτω από το πέπλο που διαχωρίζει τη συνείδηση από το ασυνείδητο. Καταλαμβάνει ευχαρίστως, τον αμήχανο χώρο ανάμεσα στο Εγώ και το Άλλο. Τρέφεται με σιωπές και απουσίες. Υπαινίσσεται πονηρά την ύπαρξη του στα όνειρα μας. Κρύβεται κατά βούληση. Ποτέ δε μας απαντά αν είναι ολότελα δικό μας.
Όσο πιο καλά χορέψαμε το βαλς των βλεμμάτων, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια όπου διαμορφώνεται ο τρόπος που μαθαίνουμε τα βασικά για το κόσμο, τόσο πιο συντονισμένο είναι το “Βλέμμα” με τις ανάγκες μας κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής μας. Αντίθετα, ένα επίπονο ιστορικό αποσυντονισμένων βλεμμάτων, αποτυπώνεται στις στιγμές του έντονου ψυχικού πόνου. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι οι υποχονδριακές εμμονές. Το “Βλέμμα” σε αυτές τις περιπτώσεις κοιτάζει επίμονα τον εαυτό σαν να είναι άρρωστος ακόμη και αν οι γιατροί διαβεβαιώνουν πως η σωματική υγεία είναι καλή. Σε ανύποπτο χρόνο, ένας τυχαίος πόνος ή μια απλή σκέψη, ενεργοποιεί στη συνείδηση το “Βλέμμα- Εισβολέα” που ανήσυχο κοιτάζει τον εαυτό σαν μια καταστροφή να είναι μοιραία. Πόσο μοιάζει αυτό με το τρόπο που κοιτούν τα μάτια μιας υπερβολικά φοβισμένης μητέρας το βρέφος της; Που μέσα στο τρόμο της αδυνατεί να σεβαστεί τις ανάγκες απόσυρσης του παιδιού της και θέλει διαρκώς να επιβεβαιώνει ότι όλα πάνε καλά; Που το υποβάλει διαρκώς σε υπερβολικό ερεθισμό, χωρίς να έχει την ικανότητα να το ανακουφίζει, επειδή περισσότερο θέλει η ίδια να ανακουφιστεί; Άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το άκαμπτο βλέμμα ενός οικογενειακού περιβάλλοντος που δίνει φοβερή έμφαση στη τάξη και το νόμο. Δημιουργεί ένα “Αντικειμενικό Βλέμμα” που επιτηρεί την οποιαδήποτε έκφραση αυτονομίας ή διαφορετικότητας για να τη τσακίσει προληπτικά. Είναι το “Βλέμμα” που αντιλαμβάνεται μόνο το άσπρο και το μαύρο, και συνεπώς μας σφίγγει σαν πύθωνας στην ανάγκη του να αποφασίζει αν είμαστε καλοί ή κακοί- σωστοί ή λάθος. Τέλος, τι να πούμε για το “Βλέμμα” που αναδύεται από ένα ιστορικό παγωμένων ή εχθρικών βλεμμάτων; Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανικανότητα να εστιάσουμε σε ένα βλέμμα που έχει νόημα, μας αφήνει αδιαμεσολάβητα εκτεθειμένους στο “Βλέμμα του Θεού”. Μπορεί να παράξει ένα παρανοϊκό, ένα παραληρητικό ακόμη και ένα δολοφονικό “Βλέμμα”, μιας και η αρχετυπική του δύναμη έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω μας.
Ας γίνουμε λίγο προληπτικοί. Είναι δυνατόν το “Βλέμμα” να μας ματιάσει; Και όμως ναι. Νομίζω πως πολλές μορφές ψυχικής ταλαιπωρίας είναι αποτέλεσμα αυτό- ματιάσματος. Το λεγόμενο Κακό Μάτι, αναφέρεται στο φθονερό βλέμμα του άλλου, που μπορεί να μεταφέρει κακή ενέργεια και να μας αρρωστήσει. Στη βάση των αντιλήψεων, γύρω από το μάτιασμα υπάρχει ο φόβος του φθόνου, ενός συναισθήματος που προκαλείται από τη κατάρρευση της παντοδυναμίας μας- “πως είναι δυνατόν ο άλλος να έχει κάτι που δεν έχω εγώ;”. Στο παρελθόν οι άνθρωποι πίστευαν ότι η όραση είναι εφικτή επειδή το μάτι σαν όργανο είχε την ικανότητα να εκπέμπει ενέργεια πάνω στα αντικείμενα. Γιατί όχι λοιπόν τα καυτά δηλητήρια της ζήλιας ή της εχθρότητας να μη μεταφέρονται μέσα από αυτή την ενέργεια; Και πράγματι, σαν μια παράδοξη σύμπτωση, είναι γνωστή η ανατριχίλα που νιώθουμε, όταν πιστεύουμε ότι κάποιος μας παρακολουθεί. Είναι πολλοί οι νεανικοί καβγάδες που έχουν ξεκινήσει με το ηρωικό: “Τι κοιτάς ρε;”. Ο φόβος του ματιάσματος μας κάνει επιφυλακτικούς στη φανέρωση χαρακτηριστικών μας για τα οποία νιώθουμε υπερήφανοι ή για τα προνόμια μας. Εκτός ίσως από μια μορφή κατευνασμού των κοινωνικών ή σωματικών αδικιών που προκαλούν το φόβο της διάλυσης των σχέσεων μέσα από την εχθρότητα, ο φόβος του ματιάσματος πιθανόν να αποτελεί μια διαισθητική γνώση των τρομερών συνεπειών που έχει σε ατομικό επίπεδο ο υπέρ- ή υπό- ερεθισμός του ναρκισσισμού μας. Υπερερεθισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί η χωρίς βάση υποκειμενική αίσθηση μεγαλείου που μας εγκαταλείπει μόνους στη κορυφή ενός βουνού χωρίς καθοδήγηση για το πως θα κατέβουμε. Υποερεθισμός είναι η διαρκής αυτο- υποτίμηση που μας κοροϊδεύει ακόμη και στην επιθυμία μας να δούμε λίγο το κόσμο από ψηλά.
Το “Βλέμμα”, λοιπόν θα μπορούσε εν δυνάμει να μας ματιάσει. Για παράδειγμα, σε μια ψυχοθεραπευτική δουλειά φθονεί την ελπίδα να νιώσει κάποιος καλύτερα, να γλυτώσει από το φαύλο κύκλο των καταναγκαστικών επαναλήψεων. Κοιτάζει εχθρικά, ειρωνεύεται, θυμώνει, εκβιάζει πως η αλλαγή θα κάνει το άτομο να μείνει εντελώς μόνο. Πως ακόμη και το ίδιο θα αποσυρθεί- τι τρομερή και βαθιά μοναξιά θα προκαλούνταν αν έσβηνε το φως του Ήλιου. Άλλωστε το μάτι σχεδόν ταυτίζεται μυθολογικά ως σύμβολο του Ήλιου και της συνείδησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θεραπευτής οφείλει να λειτουργεί ως φυλακτό. Ως ένα άλλο μάτι που προσφέρει ένα βλέμμα προετοιμασμένο να αντέξει τα σκοτάδια, μέσα στο οποία πολλές φορές έχει κρυφτεί ο πραγματικός εαυτός(True Self, σύμφωνα με τον Winnicott). Η ελπίδα χτίζεται πάνω στην υπόθεση, ότι το “Βλέμμα” μπορεί αργά και με επιμονή να αλλάξει. Να αρχίσει να κοιτάζει με συμπόνοια και όχι με φθόνο. Να ξαναγίνει το μάτι που διασφαλίζει την πίστη στις σχέσεις και όχι αυτό που τις διαλύει- όπως διαλύεται το λάδι στο νερό. Άλλωστε αυτός είναι και ο αρχετυπικός πυρήνας πάνω στον οποίο εγκαθιδρύθηκε: Χωρίς τον ήλιο που ζεσταίνει, αλλά δε καίει, ζωή δε μπορεί να υπάρξει.
Νίκος Ρούσσος – Ψυχολόγος