Η συνεδρία ξεκίνησε στις 10 το πρωί. Παρότι είχε ακυρώσει τη προηγούμενη, εξαιτίας μιας ήπιας χειμωνιάτικης ασθένειας, σήμερα φαινόταν αρκετά υγιής και είχε μια παράδοξη όρεξη αναζήτησης. Στην εργασία της, δεν είχαν υποδεχτεί και πολύ καλά την ολιγοήμερη απουσία της και ο προϊστάμενος φαινόταν να αφήνει αιχμές για την εγκυρότητα των αναφορών του πυρετού της. Ανησυχούσε πολύ για την εικόνα της και φυσικά για την καθυστερημένη προαγωγή της. Της φαινόταν εξοργιστικό, που συχνά πυκνά οι άνθρωποι την αμφισβητούσαν και ήταν σχεδόν βέβαιη πως το ίδιο συνέβαινε και με εμένα. Προφανώς ήταν οι σπουδές μου, που δεν άφηναν τη δική μου αμφισβήτηση να τη πληγώσει.
Τέλος πάντων, πρώτα μου περιέγραψε ένα μικρό βουνό. Το κοίταζε από μια απόσταση περίπου εκατό μέτρων, καθισμένη στη πλάτη ενός λείου βράχου. Ο ήλιος ήταν ζεστός και τα φυλλοβόλα δέντρα που βρίσκονταν ακριβώς πίσω της προσέφεραν μια λεπτή, ετοιμόρροπη σκιά. Σηκώθηκε και περπάτησε λίγα μέτρα και τώρα το βουνό, έμοιαζε να είναι αρκετά ψηλό και σχετικά απότομο. Στη κορυφή του, μια πινελιά λευκού χρώματος επιβεβαίωνε την ανησυχία της ότι θα ήταν αρκετά δύσκολο να ανέβει. Από εκεί που βρισκόταν, ένα μικρό χωμάτινο δρομάκι, οδηγούσε στους πρόποδες του βουνού και της πήρε αρκετή ώρα να αποφασίσει αν θα το ακολουθήσει. Καθώς στεκόταν στην αρχή του μονοπατιού, παρατήρησε ένα χρωματιστό κομμάτι ύφασμα. Το έπιασε με τα χέρια της και χωρίς να μιλά έκανε μια κίνηση σαν να σκουπίζει από δάκρυα τα κλειστά της μάτια. Τη ρώτησα πως νιώθει, καθώς δε μου είχε μιλήσει για κάμποση ώρα. Ενοχλήθηκε κάπως και με πιο δυνατή φωνή από πριν μου είπε πως τελικά θα ανέβει στο βουνό. Ύστερα ξανά σιωπή.
Κοίταξα το ρολόι, προσπάθησα να βρω πιο αναπαυτική θέση στη πολυθρόνα. Ομολογώ ότι μου πήρε αρκετή ώρα να επανέλθω στο τοπίο. Δεν είναι η πρώτη φορά που το παθαίνω αυτό μαζί της. Μερικές φορές μοιάζει να κλειδώνει το νου της, να τοποθετεί ένα λαβύρινθο σιωπής μπροστά της και να είναι αδύνατο να τη πλησιάσεις ακόμη και αν υποθέτεις αισιόδοξα και με μια κάποια αφέλεια, πως μεταξύ σας δεν υπάρχει κανένας Μινώταυρος. Ο Winnicott, είχε πει για τα παιδιά πως είναι υπέροχο να κρύβονται αλλά είναι μια καταστροφή αν δε τα βρουν. Αποφάσισα να τη ρωτήσω κοφτά: που βρίσκεσαι;
«Έχω ήδη φτάσει στη μέση του βουνού», με ενημέρωσε επίσης κοφτά. Διστακτικά ξεκίνησε να μου περιγράφει πως εκεί που βρισκόταν, υπήρχε ένα μισογκρεμισμένο μνημείο που διατηρούσε την επιγραφή: ΤΑΡ ΠΕΣΑ. Δεν έβγαζε κανένα νόημα. Tar σημαίνει πίσσα μου είπε. Ύστερα κοίταξε καλύτερα. Κάτω από μια πέτρα υπήρχε ένα ακόμη κομματάκι από το ύφασμα που είχε βρει προηγουμένως. Ένιωθε εξαντλημένη. Δεν ήθελε να προχωρήσει. «Θα καθίσω εδώ» μου είπε. «Ότι και να ξεκινήσω το αφήνω στη μέση», συνέχισε. Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα και το σκοτάδι ερχόταν γοργά. Το πρόσωπο της σκοτείνιασε και αυτό. Κοίταζε το τοπίο στο βάθος, παίζοντας με τα δάκτυλα της τα δυο κομματάκια υφάσματος. Στο μικρό χωριό απέναντι, ήδη οι καμινάδες ξεφυσούσαν και τα φωτάκια των σπιτιών τρεμόπαιζαν.
Στεκόμουν κοντά της. Μπορούσα να δω τη μοναξιά της ξεκάθαρα. Σαν ένα μικρό παιδί μονάχο στο δωμάτιο του, να στέκεται στην άκρη του κρεβατιού κρατώντας την υφασμάτινη κούκλα του και να μη ξέρει αν θα το φωνάξουν για βραδινό. Όταν πια η σιωπή της, δήλωσε ότι δεν είχε τίποτε άλλο να πει, αναρωτήθηκα με όση περισσότερη διακριτικότητα μπορούσα, για τις επιλογές της. Αποφάνθηκε πως θα ασχοληθεί λίγο με το μνημείο, θα το «τακτοποιήσει» και θα κατέβει από το βουνό. Άλλωστε και η θέα από εκεί που έφτασε, ήταν αρκετά ικανοποιητική. Μάζεψε τα αποτσίγαρα και κάποια άλλα σκουπίδια. Ξεμπέρδεψε τις πέτρες από τα γλυπτά κομμάτια, και διακόσμησε με τα υφασματάκια όσο καλύτερα μπορούσε την επιγραφή. «Έβαλα, λίγο χρώμα», μου είπε ανακουφισμένη, «πάντοτε αναρωτιόμουν γιατί τα μνημεία είναι τόσο πένθιμα».
Μετά από λίγο άνοιξε τα μάτια της, μου χαμογέλασε και ανακοίνωσε ότι ήταν πολύ όμορφα σήμερα στην ονειροπόληση της. Ένα βάρος είχε φύγει από πάνω της. Και εγώ παραδόξως ένιωθα αρκετά κοντά της. Όταν κοίταξα το ρολόι, είχε περάσει η ώρα μας κατά δέκα λεπτά. Λίγο πριν ανοίξει τη πόρτα για να φύγει ομολόγησε παιχνιδιάρικα: «δεν είχα αρρωστήσει τη προηγούμενη εβδομάδα. Απλά ήθελα λίγο χρόνο να ξεκουραστώ… Τα λέμε την επόμενη» Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τόσο κοντά της.
Στο λίγο χρόνο που μου έμεινε για το επόμενο ραντεβού, ξαναεπισκέφτηκα το τοπίο. Παρατήρησα την επιγραφή. Γούρλωσα τα μάτια όταν συνειδητοποίησα πως ήταν αναγραμματισμός της λέξης ΠΑΤΕΡΑΣ. Όλα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Ο αυστηρός της πατέρας, μανιώδης καπνιστής και τελειομανής. Η κούκλα της που σκίστηκε, επειδή είχε κάνει λάθος στο πολλαπλασιασμό 5 επί 6. Η τακτική της να κρύβει τη βαθιά της ανάγκη για επιείκεια. Η βαθιά μοναξιά της και η απέραντη θλίψη της, πίσω από ένα λείο, πένθιμο παρουσιαστικό.
Το Συμβολόδραμα είναι μια μέθοδος που ανοίγει ένα παράθυρο στα εσωτερικά μας τοπία. Χαλαρώνουμε ελαφριά και αφήνουμε τη φαντασία να κάνει τα υπόλοιπα. Ένα λιβάδι, ένα βουνό, η άκρη ενός δάσους, είναι μερικά από τα μοτίβα που προτείνονται ώστε ο θεραπευόμενος να ταξιδέψει με ασφάλεια μέσα στον εαυτό του, κάνοντας στη πραγματικότητα ένα ταξίδι σε έναν ενδιάμεσα χώρο που είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω. Είναι ο χώρος του παιχνιδιού. Ο χώρος που εκφράζεται η συμβολική ικανότητα της ψυχής μας. Η γέφυρα ανάμεσα στον κυριολεκτικό κόσμο της πραγματικής ζωής, και τον μεταφορικό μα εξίσου πραγματικό της ψυχικής.
Στο Συμβολόδραμα, ή σε οποιαδήποτε προσέγγιση της ψυχή μας μέσα από τον προνομιακό χώρο της φαντασίας, παρατηρούμε την εκπληκτική της ικανότητα να αυτοθεραπεύεται. Να ξεδιπλώνει μέσα από το σύμβολο, το πρόβλημα αλλά και τη λύση του. Δεν αγαπούν όλοι οι άνθρωποι τις κορυφές. Άλλοι πάλι θα δώσουν και τη ζωή τους για να τις φτάσουν. Ο ψυχοθεραπευτής οφείλει να ακούει τους ψιθύρους του συμβόλου, ακόμη και αν είναι κάτι τόσο μικρό όσο ένα κομμάτι ύφασμα ή κάτι τόσο μεγάλο όσο ένα γκρεμισμένο μνημείο. Οφείλει κατά αυτή την έννοια να προφητεύει το παρελθόν και να νοσταλγεί το μέλλον.
από το Νίκο Ρούσσο