Η πολυκατοικία


Όταν χάλασε το ασανσέρ, λίγο νοιάστηκαν οι ένοικοι του ισόγειου αλλά και του πρώτου ορόφου. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν φοιτητές, συνταξιούχοι ή περίεργα και μυστικοπαθή πρόσωπα που απέφευγαν τις συναναστροφές. Άλλοι έλεγαν πως δεν είχαν τα χρήματα να συνεισφέρουν. Άλλοι μάλλον χαιρέκακα υπενθύμιζαν την αδιαφορία των ενοικιαστών των ψηλότερων ορόφων, πριν κάποια χρόνια όταν χρειάστηκε να γίνει απεντόμωση στο υπόγειο. Όπως και να έχει, η κατάσταση ήταν εκρηκτική στη πολυκατοικία και όλοι ένιωθαν αδικημένοι. Οι συναντήσεις στην είσοδο δεν είχαν τη συνηθισμένη ευγενική αδιαφορία. Περισσότερο έμοιαζαν με ανταλλαγή τιμωρητικών βλεμμάτων με το μουσικό χαλί της υποτιμητικής μουρμούρας.

Η συνέλευση των ενοίκων, που έγινε μια Τετάρτη απόγευμα, περισσότερο έμοιαζε με συνεδρία ομαδικής ψυχοθεραπείας παρά με μια συλλογική δημοκρατική διαδικασία. Ο παπάς του τρίτου με γλυκύτητα μίλησε για το μέγεθος της ταλαιπωρίας που προκαλούσε στην καρδιοπαθή γυναίκα του η ανάγκη να ανεβαίνει τόσες σκάλες με τα πόδια. Είναι αμαρτία είπε, να αδιαφορούμε για τον συνάνθρωπο. Η λέξη αμαρτία, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε στο μουσάτο εργένη της γκαρσονιέρας του πρώτου. Γελώντας τσιριχτά, αναρωτήθηκε αν έχει καρδιά η γυναίκα του παπά, μιας και ενώ τη χαιρετάει, εκείνη κάνει πως δεν τον βλέπει. “Ντροπή σου μεθύστακα”, ακούστηκε βροντερά η έκρηξη του σαραντάρη ασφαλιστή του δεύτερου, προκαλώντας το συγκαταβατικό γάβγισμα του αστυνομικού του ίδιου ορόφου. “Ποιος ξέρει πόσα νοίκια χρωστάς;”, έλεγαν και οι δύο σε άπειρες παραλλαγές. Ο συνταξιούχος λογιστής του πρώτου ορόφου, άνθρωπος ήρεμος και μετρημένος, προσπάθησε κάπως να επαναφέρει την ηρεμία, προτείνοντας να συμφωνήσουν τη πληρωμή της επισκευής από όλους, αλλά να συνεισφέρουν περισσότερο όσοι μένουν στους πάνω ορόφους. Οι φοιτήτριες, έδειχναν να απολαμβάνουν το κλίμα. Όταν έφτασε η ώρα να μιλήσουν επαναλάμβαναν με την ανεμελιά της ηλικίας τους ότι δεν έχουν καθόλου χρήματα και ότι είναι αδύνατον να κάνουν κάτι παραπάνω γι’ αυτό. Η νέα μητέρα που έμενε στον πέμπτο με το που τις άκουσε, σηκώθηκε να φύγει και όταν προσπάθησαν να την εμποδίσουν είπε πως προτιμά να είναι κοντά στα δίδυμα της, παρά να νταντεύει τις γαϊδούρες φοιτήτριες που προφανώς έχουν τα χρήματα για τα θορυβώδη πάρτι τους. Ο καλοντυμένος καθηγητής πανεπιστημίου, ιδιοκτήτης του ρετιρέ, ρητόρευε με λόγια ικανά να κρύψουν τη βιαιότητα της επιβολής της άποψης του. Ενώ η κυρία με τις άπειρες γάτες, εκτός θέματος όπως πάντα, έλεγε πως ανησυχεί περισσότερο για το άδειο διαμέρισμα δίπλα της και ότι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί και να μην επιτρέψουν να κατοικηθεί πάλι από μετανάστες. Η συνέλευση έδειχνε να μην οδηγεί πουθενά. Η πολυκατοικία έβραζε και μάλλον βαριανάσαινε σε κρίση πανικού. Το άλογο που κατοικούσε σε ένα συμπαθητικό δυαράκι δίπλα στον παπά, στεναχωρήθηκε πολύ όταν όλα τελείωσαν, χωρίς συμφωνία και χωρίς να ερωτηθεί για την άποψη του.

Η ψυχή μας, μοιάζει περισσότερο με αυτή τη πολυκατοικία παρά με μια μονοκατοικία στην εξοχή. Το όραμα ενός ενιαίου εαυτού, καταρρέει όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις άλυτες συγκρούσεις μας. Με τις στιγμές που αδυνατούμε να πείσουμε τον εαυτό μας να πάρει μια απόφαση που μας βασανίζει ή όταν ένα σύμπτωμα απειλεί τη γαλήνη μας. Μπορούμε να πάρουμε μια γεύση από αυτό επίσης, στις νυχτερινές συνελεύσεις των ονείρων μας, όταν οι εσωτερικοί μας ένοικοι μαζεύονται να συνομιλήσουν. Πλάσματα μυθολογικά μα και τόσο οικεία, αφηγούνται μέσα από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της μεταφοράς, τη προσωπική τους ιστορία. Και ανεξάρτητα από τη ταύτιση μας με τα συμφέροντα κάποιου από τους ορόφους της ψυχικής μας πραγματικότητας, οφείλουμε να ακούσουμε αλλά κυρίως να συγκατοικήσουμε με όλους τους παράξενους γείτονες μας: τον αλαζόνα ασφαλιστή, τον μεθυσμένο απατεώνα, τον ανάπηρο, τον αστυνόμο… ακόμη και με το παράξενο άλογο, που κανένας δε γνωρίζει πως στο διάβολο βρέθηκε εκεί.

Η ψυχική φροντίδα, μάλλον προϋποθέτει μια στάση περιέργειας απέναντι στις φιγούρες που η φαντασία μας γεννά για να γεννηθεί κάθε στιγμή, ο εαυτός μας. Απαιτεί την υπομονετική και συνειδητή μας συμμετοχή στις γεμάτες ένταση συναντήσεις των πλασμάτων που κατοικούν μέσα μας. Στις διαφωνίες, τις συνεργασίες, τους φόνους αλλά και τους έρωτες τους. Χρειάζεται να μεταμορφώσουμε το Εγώ μας, από τον βαρετό διαχειριστή που απλά υπολογίζει και εισπράττει τα κοινόχρηστα, σε έναν παραμυθά που αφηγείται με τη μεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια, τις εσωτερικές μας περιπέτειες. Αν η κρίση πανικού μας αναγκάζει να ακούμε τα γοερά κλάματα του εγκαταλελειμμένου παιδιού στον τρίτο, ίσως μας εκπλήξει το γεγονός ότι πιθανότερο είναι να το φροντίσει η εξαγριωμένη και πεινασμένη κατσίκα του ακάλυπτου, παρά η γερασμένη εισαγγελέας που σπάνια φεύγει πια από το σπίτι της. Αν ταΐσουμε και κοιτάξουμε στα μάτια το παραμελημένο ζωντανό, ίσως τολμήσει να μας αποκαλύψει πως στη πραγματικότητα το όνομα της είναι Αμάλθεια.

Η αγάπη είναι η αόρατη δύναμη που μας κάνει να βλέπουμε. Και για να δούμε μέσα μας, χρειάζεται να εξασκηθούμε σε εκείνη τη μορφή της αγάπης που βασικό της συστατικό είναι η φαντασία. Το ασανσέρ που μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε στους διαφορετικούς ορόφους της ύπαρξης μας, που εκτοξεύεται στα αστέρια αλλά και σκάβει στα θεμέλια του πόνου. Για ένα τέτοιο ασανσέρ κανείς δε θα γκρίνιαζε σχετικά με το κόστος επισκευής του. Η αγάπη μας επιτρέπει να βλέπουμε, ακριβώς επειδή μας επιτρέπει να φανταζόμαστε. Ζεσταίνει το χώρο που χρειάζεται, ώστε ο αστυνόμος των ενοχών μας να κεράσει ένα τσιγάρο τον πονηρούλη απατεώνα της τεμπελιάς μας. Παίζει τη ρομαντική μουσική που επιτρέπει να χορέψουν επιτέλους ο αποστειρωμένος επιστήμονας του τέταρτου με την γεμάτη ζωντάνια τσιγγάνα που ζητιανεύει έξω από τη πόρτα. Η αγάπη μας κάνει να βλέπουμε επειδή λέει ενδιαφέρουσες ιστορίες. Επειδή μας πείθει ότι αξίζει να γνωρίσουμε το κόσμο και τον εαυτό μας. Επειδή μας πείθει ότι εμείς διαθέτουμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πούμε…

Από το Νίκο Ρούσσο


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *