Κάποτε ένας άνδρας 30 χρονών, περιέγραψε μέσα σε μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία το ακόλουθο όνειρο: «Είμαι με μια παρέα αντρών στη πλατεία. Από μακριά βλέπω ένα παιδί, περίπου 14-15 χρονών που μου φαίνεται κακάσχημο και καθυστερημένο(ας είμαστε επιεικείς με την σκληρή γλώσσα του ονείρου, άλλωστε τα όνειρα συνήθως δεν ακολουθούν τη συμβατική ηθική μας). Περπατάει με έναν περίεργο τρόπο και το βλέπω να έρχεται κατά επάνω μου. Έχει ανοίξει τα χέρια και θέλει να με αγκαλιάσει. Δε νιώθω καθόλου άνετα. Δε θέλω να με αγγίξει. Εκνευρίζομαι. Το βρίζω. Σηκώνομαι και φεύγω. Εκείνο δείχνει να με ακολουθεί…»
Πως μπορούμε να μιλήσουμε για το συγκεκριμένο όνειρο; Τι είναι αυτό που κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί για την νυχτερινή αυτή συνάντηση;
Καταρχήν θα μπορούσε να είναι ένα όνειρο που μιλάει για όλους μας. Ένα πολιτισμικό όνειρο που περιγράφει τη σχέση μας με εκείνο που είναι εξόφθαλμα διαφορετικό από εμάς. Κεντρικό σύμβολο του είναι αυτό το ανεπιθύμητο πλάσμα που εμφανίζεται απρόσκλητο και από το πουθενά, ποθώντας να αγκαλιαστεί. Περιφέρει την άγαρμπη ύπαρξη του, την καταδικαστέα επιθυμία του να αγαπηθεί με έναν τρόπο μη αποδεκτό. Το «ξένο»(ο ονειρευόμενος άλλωστε δεν ένιωθε να έχει κάποια συγγένεια μαζί του) μέσα από τη βαθιά επιθυμία του να συμμετέχει, μέσα από τη ζητιανιά της αγκαλιάς, δεν θα μπορούσε να αναπαρασταθεί διαφορετικά από ένα πλάσμα απεχθές. (Ο Διόνυσος ήταν ένα περίεργο, βασανισμένο πλάσμα και ερχόταν πάντοτε απρόσκλητος και αλίμονο σε εκείνους που δε τον καλοδέχονταν)
Μα είναι κυρίως ένα όνειρο που μιλάει για τη μοίρα των πλευρών του ασθενή που έχουν εξοριστεί από την επίγνωση. Όλες οι επιθυμίες του ίδιου του ονειρευόμενου για αποδοχή, αγάπη και σύνδεση(όπως συμβολίζονται μέσα από την επιμονή του άσχημου παιδιού να συμμετέχει), έχουν καταδικαστεί να φυλακίζονται στη χώρα της ντροπής και της άρνησης καθώς εκείνος προσπαθεί να δείξει μια, ας πούμε “αντρίκια”, αυτονομία. Η στάση του Εγώ του απέναντι σε αυτή την αποκομμένη του πλευρά είναι σαφής: θυμός, αποστασιωποίηση ίσως και εξευτελισμός. Είναι σα να λέει σε αυτή την πλευρά του εαυτού του: “Δε θέλω καθόλου να ξέρω για εσένα”. Δηλώνει θριαμβευτικά: «Αυτό δεν είμαι Εγώ!»
Το άσχημο και ανάπηρο παιδί του ονείρου είναι μια εναλλακτική φιγούρα του ασχημόπαπου που θα συζητήσουμε παρακάτω με τη βοήθεια του παραμυθιού. Άλλωστε τα παραμύθια είναι τα συλλογικά μας όνειρα. Μιλούν για το πάθος του συλλογικού μας νου, να ανακαλύψουμε και αν είναι δυνατό να ορίσουμε, τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, σε κάθε ιστορική περίοδο και ανάλογα με το Πνεύμα της Εποχής. Αποκαλύπτουν τις μονομέρειες μας: όλα αυτά δηλαδή που μοιραία θυσιάζονται για να συμμετέχουμε στη προνομιούχα αγκαλιά της κανονικότητας.
Θα σας προσκαλούσα να διατηρήσετε μια διπλή όραση καθώς θα συζητάμε το παραμύθι στη συνέχεια: Το ασχημόπαπο θα μπορούσε να είναι ο απτός Άλλος: ο περίεργος γείτονας, ο ψυχικά πάσχοντας, ο μελαψός μετανάστης, ο κάθε ένας που δε χωρά στη φαντασίωση μας για φυσιολογικότητα. Μα και ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι ο εσωτερικός μας περίεργος γείτονας που συνήθως συναντάμε εξαναγκασμένοι, όταν μας καταδιώκει στα όνειρα μας ή τον αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας, όταν είμαστε στο έλεος των συμπτωμάτων μας. Εκείνος ο σχετικά ύποπτος τύπος που προσωποποιεί τις μη συνειδητοποιημένες πλευρές της ύπαρξης μας. Τις όψεις της εμπειρίας μας που θέλουμε να αγνοούμε, επειδή δε ταιριάζουν στην αποκτημένη από την ανατροφή ταυτότητα μας. Αντιβαίνουν δηλαδή την αφήγηση του εαυτού που ενισχύθηκε από το οικογενειακό και κοινωνικό μας περιβάλλον, αφήνοντας δίχως λέξεις και ιστορία τον ωμό και ανεπεξέργαστο αυθορμητισμό μας. Με βάση την υπόθεση αυτή- ότι δηλαδή η κατασκευή της αυτοεικόνας μας είναι μια υπόθεση που χωρά τις αλήθειες, μα και τα ψέμματα που λέμε στον εαυτό μας, ευτυχώς που υπάρχουν τα ακατανόητα όνειρα και τα ανόητα παραμύθια.
Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το είχαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Κάτω από τον ζεστό ήλιο, ξεπρόβαλε ένας επιβλητικός πύργος που είχε ολόγυρα τάφρους γεμάτες νερό. Από το νερό, μέχρι ψηλά πάνω στα τείχη του πύργου ανέβαιναν αναρριχώμενα φυτά. Τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά! Η βλάστηση ήταν πολύ έντονη εκεί, όση σχεδόν και στο πιο πυκνό δάσος.
Εδώ είχε κάνει τη φωλιά της μια πάπια που κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Όμως η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, γιατί είχε περάσει πολύς καιρός που τα κλωσούσε και ήταν συνέχεια μόνη της.
Ώσπου μια μέρα, επιτέλους, άρχισαν να σπάζουν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. Από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.
Τα παπάκια έλεγαν «Πι, πι!» και έβγαιναν με κόπο έξω.
«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναζε η πάπια.
Πάντοτε η αρχή ενός παραμυθιού μας ξεκαθαρίζει ποιο είναι το ζήτημα που πρόκειται να μας απασχολήσει στη πορεία του! Εδώ όλα ξεκινούν ειδυλλιακά: ένα υπέροχο καλοκαίρι. Η φύση και οι άνθρωποι ζουν σε αρμονία καθώς η ανθρώπινη παρουσία δεν αφαιρεί αλλά προσθέτει στην ομορφιά. Αρκετά νωρίς ωστόσο παρατηρούμε ότι η προσοχή μας στρέφεται στον επιβλητικό πύργο. Τι μαθαίνουμε γι’ αυτόν; Είναι αποκομμένος από την αρμονία του υπόλοιπου περιβάλλοντος: Τον ξεχωρίζουν τάφροι και τον κρύβουν αναρριχώμενα φυτά. Η ιδέα της αποσύνδεσης από το υπόλοιπο περιβάλλον, μας εισάγει νωρίς στο θέμα μας. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε πως στο παραμύθι μας με διάφορους τρόπους αυτό θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε. Την “αποσύνδεση”. Ένα αποκομμένο σύστημα είτε πρόκειται για μια κοινωνική ομάδα, είτε αφορά ένα ψυχικό περιεχόμενο συνήθως αποφεύγει την γονιμοποίηση από νέες πληροφορίες, λειτουργώντας υπό τη καθοδήγηση ενός σημαντικού για την επιβίωση του δόγματος. Οι ψυχαναλυτές Kerry και Jack Novick έχουν διατυπώσει δύο θεωρητικά συστήματα διαχείρισης του άγχους και επίλυσης των εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων. Το πρώτο είναι το ανοικτό σύστημα όπου είναι συντονισμένο με τη πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από την ικανοποίηση, το αίσθημα προσωπικών δυνάμεων και ικανοτήτων και τη δημιουργικότητα. Το δεύτερο είναι το κλειστό σύστημα όπου αποφεύγει τη πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από παιχνίδια εξουσίας, φαντασιώσεις παντοδυναμίας και έλλειψη κίνησης. Για το κλειστό σύστημα δεν υπάρχουν άλλες επιλογές πέρα από το να είσαι θύμα ή θύτης. Το κλειστό σύστημα δεν επιτρέπει κανέναν εμπλουτισμό της εμπειρίας και απαιτεί κλειστά ψυχικά σύνορα. Η αποσύνδεση λοιπόν μας ενημερώνει για ένα περιβάλλον που καθοδηγείται από το φόβο μιας έλλειψης ή της εχθρότητας. Μέσα σε αυτό το κλειστό χώρο μαθαίνουμε για τη μητέρα πάπια που κλωσά τα παπάκια της. Μαθαίνουμε για τη βαθιά μοναξιά της μα και την ανακούφιση της τη στιγμής της εκκόλαψης.
Θα ήταν αμαρτία να μη σταθούμε στην εικόνα του πελαργού που πετά και επιβλέπει το παραμυθένιο τοπίο. Ως πουλί ο πελαργός δεν υπακούει τους συμβατικούς νόμους των ορίων. Μπορεί να πετάξει μέσα και έξω από το πύργο, υπερβαίνοντας το πρόβλημα της αποσύνδεσης. Τα πουλιά που ζηλεύουμε τόσο την ελευθερία τους- μας κάνουν να οραματιζόμαστε τα μακρινά ταξίδια, την απόσταση από τη κατάσταση μας, το ξεπέρασμα της βαρύτητας της συνήθειας. Πόσο μάλλον ένας πελαργός που στη συλλογική μας φαντασία φέρνει τα μωρά! Ο πελαργός- ο επίσημος αγγελιοφόρος του καινούριου στη πιο κυριολεκτική μορφή του, σαν κεντρική φιγούρα στην έναρξη του παραμυθιού, υπαινίσσεται πως κάτι νέο θα εμφανιστεί. Και ειδικά για ένα κλειστό σύστημα αυτό προμηνύει μια περιπέτεια.
Τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τις δυνάμεις τους να τρέξουν κοντά της. Όλα γύρω τους φαίνονταν περίεργα και κοιτούσαν τα πάντα με ενθουσιασμό.
«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν. Βλέπετε, τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν – από τότε που βρίσκονταν μέσα στο αυγό!
«Ακόμα δεν βγήκατε από το αβγό και νομίζετε ότι είδατε τον κόσμο ολάκερο!» έλεγε γελώντας η μαμά-πάπια. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου που είναι το κτήμα του παπά! Αλλά εκεί δεν έχω πάει ούτε εγώ!» Και καμάρωνε τα παιδάκια της λέγοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!».
Όμως ξάφνου είδε κάτι στη φωλιά και είπε:
«Α! όχι – Δεν έχω ακόμα όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!»
Τι να κάνει όμως, η πάπια κάθισε πάλι να το κλωσήσει.
Τότε ήρθε μια γριά πάπια για επίσκεψη και της λέει:
«Λοιπόν τι κάνεις;»
«Να, ένα από τα αυγά μου έχει καθυστερήσει να σπάσει» της απάντησε η πάπια, συνεχίζοντας να κλωσάει. «Ούτε μια τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά για δες τα άλλα τα παπιά μου. Είναι τα ομορφότερα παπάκια που έχω δει ποτέ!»
«Για να δω κι εγώ αυτό το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» λέει η γριά και συνεχίζει:
«Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα μια φορά και είδα και έπαθα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό εκείνο το γαλόπουλο. Και δεν μπορούσα να το χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο κι αν το τάιζα, όσο και να το μάλωνα όσο και να το βοηθούσα. Για να το δω και το δικό σου το αβγό! Μα, ναι! Αυτό είναι σίγουρα αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το αμέσως και άντε να μάθεις τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!»
«Θα μείνω να το κλωσήσω λίγο ακόμη!» απάντησε με πείσμα η μαμά πάπια. «Τόσο καιρό κάθισα σε αυτό το αβγό, δεν πειράζει να καθίσω λιγάκι ακόμη!»
«Όπως θες!» της είπε η γριά πάπια και έφυγε.
Τα παπάκια ήρθαν στο κόσμο και σίγουρα αυτό, ήταν πολύ ανακουφιστικό για τη κατάκοπη μητέρα τους. Ήταν όμορφα και γεμάτα ενθουσιασμό για τον μεγάλο κόσμο. Προτού προχωρήσουμε ας σταθούμε λίγο στη μητέρα. Κίνηση παράδοξη διότι τις περισσότερες φορές με το που γεννιέται το παιδί η προσοχή μας φεύγει από εκείνη. Ποιες ποιότητες βλέπουμε να χαρακτηρίζουν τη μητρική της λειτουργία μέχρι στιγμής: Πρώτον η υπομονή. Ενώ είναι τόσο κουρασμένη, ακόμη και όταν ανακαλύπτει πως ένα αυγό είναι κλειστό αποδέχεται τη δυσάρεστη μοίρα του σημαντικού της ρόλου. Δεύτερον έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να αντέχει τα συναισθήματα της. Δεν αρνείται τη κούραση της. Δε κρύβει τον εκνευρισμό της. Δε πετά στο ροζ συννεφάκι μιας εξιδανικευμένης μητρικής ευτυχίας. Προσπαθεί να μεταβολίσει τη πραγματικότητα δίχως να αντιδρά αλλεργικά στα δυσάρεστα συναισθήματα. Επιθυμεί να μιλήσει για τις δυσκολίες της, χωρίς να φοβάται την αντίδραση του περιβάλλοντος. Τρίτο- έχει την ικανότητα να αντλήσει αισθητική απόλαυση από τα παιδιά της. Ο ψυχαναλυτής Meltzer επισημαίνει: «Το μωρό πρέπει να κρατηθεί σαν ένα αισθητικό αντικείμενο από τη μητέρα, έτσι ώστε η εμπειρία του έρωτα τους να αντηχήσει και να κλιμακωθεί σε ένταση». Τέταρτον διαθέτει μια οραματική ματιά: όταν εκείνα ενθουσιάζονται για τον μεγάλο κόσμο, με μια δόση τρυφερού μα διορθωτικού χιούμορ τα ενημερώνει πως έχουν και άλλα να δουν όταν λέει: «Ο κόσμος πάει πιο πέρα». Και τέλος όταν την ανησυχεί το τελευταίο- περίεργο είναι η αλήθεια για μια πάπια αυγό- διατηρεί την ικανότητα για μια αισιόδοξη περιέργεια, φροντίζοντας και όχι εγκαταλείποντας το. Μέσα στο κλειστό σύστημα, αντιστέκεται και διατηρεί μια ανοιχτή στο νέο, μητρική αφοσίωση.
Αντιθέτως, τι αντιπροσωπεύει η άλλη πάπια που έρχεται να την επισκεφτεί;Τι συμβαίνει όταν η μαμά πάπια μοιράζεται μαζί της τη κούραση και την ανησυχία της για το τελευταίο αυγό;
Ως γνήσια εκπρόσωπος του κλειστού συστήματος που περιγράψαμε παραπάνω θα δώσει μια λύση βίας! Λέει με σιγουριά: «Παράτησε το αμέσως και άντε να μάθεις τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!». Όταν το Άλλο παρουσιάζεται στη ζωή μας φαίνεται πως έχουμε δύο επιλογές: τη περιέργεια και τη βία. Η περιέργεια είναι μια στάση που ενεργοποιεί την ικανότητα να γνωρίσουμε κάτι καινούριο και συνεπώς άγνωστο, αντέχοντας την απειλή του άγχους που μας προκαλεί, ενώ η βία είναι μια ακραία αμυντική λειτουργία εξορκισμού του άγνωστου ως κάτι κακό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η βία δικαιολογείται με τη βοήθεια της επιβολής μιας προηγούμενης γνώσης σε μια νέα κατάσταση: Μα οπωσδήποτε αυτό το αβγό κρύβει μέσα του μια γαλοπούλα! Ένα κλειστό κοινωνικό ή ψυχικό σύστημα ερμηνεύει οποιαδήποτε νέα εμπειρία, φορώντας τους παραμορφωτικούς φακούς μιας δυσάρεστης προηγούμενης. Έτσι καταλήγουμε στα παράδοξα θεωρήματα: ο μελαψός ξένος είναι οπωσδήποτε μια γαλοπούλα, ο ομοφυλόφιλος είναι και αυτός μια γαλοπούλα, ο τρελός τι άλλο να είναι πέρα από μια γαλοπούλα;
Αν η μητέρα είχε υπακούσει τη συμβουλή της επισκέπτριας της(αν είχε δει τον εαυτό της πράγματι ως θύμα), θα είχε στερήσει από το ασχημόπαπο το δικαίωμα στη ζωή. Όπως θα δούμε και παρακάτω, ο άσχημος ήρωας μας, αν άντεξε τις φοβερές αντιξοότητες της καινούριας ζωής του, αυτό συνέβη μερικώς επειδή είχε τη τύχη να έρθει στο κόσμο από μια ανοιχτόμυαλη μαμά που δεν το αντιμετώπισε, αυτόματα σαν εχθρό.
Κάποια στιγμή όμως, άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα.
«Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι του. Ήταν όμως πολύ μεγάλο και άσχημο πουλάκι.
«Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια όταν το είδε. «Κανένα από τα άλλα παπιά μου δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μια μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει το συντομότερο να πέσει στο νερό. Και αν δεν θέλει, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»
Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος και ο ήλιος έκαιγε πάνω στις πρασινάδες. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στη λίμνη.
«Πλατς!» έδωσε μια και πήδηξε μέσα στο νερό.
«Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια – και το ένα μετά το άλλο έπεφταν στο νερό ξοπίσω της. Στην αρχή έπεσαν με το κεφάλι μέσα, αλλά αμέσως ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους πήγαιναν πέρα δώθε από μόνα τους και όλα φαίνονταν ότι βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και το μικρό ασχημόπαπο που κολυμπούσε μαζί τους, κολυμπούσε μια χαρά.
«Είδες; Τελικά δεν είναι γαλόπουλο!» σκέφτηκε περήφανα η μαμά πάπια. «Και κοίτα πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το κορμί του».
Και τότε είπε στα παπάκια της:
«Ραπ, ραπ, πάμε να σας παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς. – Και μακριά από τη γάτα!»
Έτσι όλη η οικογένεια μπήκε στην αυλή με τις πάπιες. Εκεί επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο φαμίλιες τσακωνόντουσαν για ένα ψαροκόκαλο αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε, έτσι είναι ο κόσμος!» είπε η μαμά πάπια στα παιδιά της. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, να περπατάτε γρήγορα και να σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που βλέπετε εκεί πέρα. Αυτή είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες της ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα όμορφο κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση που μπορεί να πάρει μία πάπια. Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: Ραπ!»
Η περιέργεια της μαμάς πάπιας έπιασε τόπο. Το μικρό πουλάκι βούτηξε στο νερό και κολύμπησε με δεξιοτεχνία! Οπωσδήποτε δεν ήταν ένα όμορφο παπάκι, αλλά φαινόταν πως διέθετε άλλες σημαντικές ικανότητες. Μα το ίδιο δε κάνουμε και εμείς; Προσπαθούμε να αναπληρώσουμε την οποιαδήποτε αδυναμία μας, με ένα άλλο χάρισμα. Όμως για να συμβεί αυτό χρειάζεται να μας δοθεί χρόνος, όπως πολύ σοφά έκανε η μαμά πάπια. Και ο χρόνος της επώασης ενός προσωπικού ταλέντου είναι σημαντικός. Δε μπορεί να φανερωθεί στο κόσμο δίχως της ευεργετική προστασία της αγάπης. Ειδάλλως ποδοπατιέται, ας πούμε από μια κακόβουλη ή απλά απερίσκεπτη κακή κριτική. Αγάπη και περιέργεια, λοιπόν, ανήκουν στην ίδια σχεσιακή κατηγορία. Θα μπορούσαμε ίσως να φτάσουμε στο σημείο να πούμε πως η ουσία της αγάπης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ικανότητα να δείξουμε τρυφερή περιέργεια για εκείνο που δεν είμαστε εμείς;
Οπωσδήποτε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον μια μητέρα χρειάζεται να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά της στους κανόνες και τις αρετές της προσαρμογής. «Έτσι είναι ο κόσμος» τους λέει, προσπαθώντας να τα βοηθήσει να κατανοήσουν και να αποδεχτούν την αδικία. Πόσο μοιάζει με το γνωστό: «εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο;». Φυσικά και θα τα διδάξει να σκύψουν το σβέρκο μπροστά στην εξουσία. Όπως θα δούμε δραματικότερα παρακάτω είναι ένας βαθιά ανταγωνιστικός κόσμος και η επιβίωση μέσα στη σκληρή του αγκαλιά, δεν είναι μια αυτονόητη υπόθεση.
Ένα σημείο της αφήγησης που ίσως αξίζει να προσέξουμε είναι η στιγμή όπου η μαμά πάπια μαθαίνει στα παιδιά της να αναγνωρίζουν τα σήματα της ιεραρχίας- δηλαδή το κόκκινο πανί στα πόδια της γριάς πάπιας. Γιατί κόκκινο; Αν θυμηθούμε στην αρχή του παραμυθιού μια λεπτομέρεια ήταν, ότι ο πελαργός είχε κόκκινα πόδια. Έτσι έχουμε από τη μια ένα τεχνητό κόκκινο σημάδι ανωτερότητας και από την άλλη τα «φυσικά» κόκκινα πόδια του πελαργού. Προς τι αυτή η παραξενιά της αφήγησης;
Το κόκκινο, μαζί με το λευκό και το μαύρο είναι τα πιο συνηθισμένα χρώματα που συναντάμε στα παραμύθια. Το κόκκινο που μας αφορά, είναι ένα χρώμα που οπωσδήποτε τραβά τη προσοχή μας. Επικίνδυνο όσο ένα δηλητηριώδες μανιτάρι, θελκτικό όπως μια ζουμερή φράουλα, τρομακτικό όπως το θέαμα του αίματος, αισθησιακό όπως η ιδέα μας για το πάθος, προειδοποιητικό όπως η πινακίδα του ΣΤΟΠ. Το κόκκινο λοιπόν, μεταδίδει ένα σήμα προετοιμασίας για κάτι σημαντικό, είτε αυτό είναι καλό, είτε κακό. Μας τραβάνε τη προσοχή τα φυσικά κόκκινα πόδια του πελαργού. Μας υποψιάζουν πως κάτι σκαρώνει. Μα και το τεχνητό κόκκινο κουρέλι είναι ένα σήμα της αποφασισμένης από αλλού(τους ανθρώπους δηλαδή) σημασίας της παχουλής πάπιας. Είναι εκείνο το μικρό κουρελάκι που της δίνει την αξία της. Η διαφορά που ίσως μας ενδιαφέρει εδώ έγκειται στο ότι το κόκκινο του πελαργού σηματοδοτεί τη φυσική διάκριση που προκύπτει απλά από τη διαφορετικότητα του είδους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το κόκκινο παράσημο είναι μια τεχνητή διάκριση που προέρχεται αλλότρια συμφέροντα. Τα πόδια του πελαργού και της Ισπανίδας πάπιας αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς τρόπους να σταθεί κανείς στο κόσμο: στα κόκκινα πόδια της φυσικής διαφορετικότητας του, ή περιφέροντας τα κόκκινα κουρέλια ενός δοσμένου ρόλου.
Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: Ραπ!»
Αυτό ακριβώς έκαναν τα παπάκια, ενώ οι άλλες πάπιες τα παρατηρούσαν και έλεγαν:
«Για κοιτάξτε! Μας έφερε και τα καινούρια παπάκια της, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Και πόσο άσχημο είναι εκείνο το παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!»
Αμέσως μία πάπια πήγε κοντά στο ασχημόπαπο και το τσίμπησε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» φώναξε η μαμά πάπια, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει. «Πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε τότε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα εκτός από εκείνο το μεγάλο. !Το κακορίζικο!»
Αλλά η μαμά πάπια υπερασπίστηκε αμέσως το μικρό της:
«Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα. Μπορώ να πω καλύτερα κι από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και το σουλούπι του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του”
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» απάντησε η γριά. «Κάντε σαν να είστε στο σπίτι σας κι αν βρείτε κανένα ψαροκόκαλο, να μου το φέρετε!»
Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί που είχε βγει τελευταίο από το αυγό του και ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Όλο το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν οι άλλες πάπιες αλλά και οι κότες.
«Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες.
Ακόμη και ένας τρελός γάλος που νόμιζε πως είναι ο καίσαρας, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο και μετά όρμηξε προς το μικρό ασχημόπαπο φωνάζοντας: «γλου, γλου, γλου».
Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.
Η συμπεριφορά όλων προς το ασχημόπαπο γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε. Τώρα όλοι το κυνηγούσαν το καημένο. Ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν: «Μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!». Και η μητέρα αναστέναζε: «Μόνο να είχες φύγει μακριά!»
«Για κοιτάξτε! Μας έφερε και τα καινούρια παπάκια της, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Και πόσο άσχημο είναι εκείνο το παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!». Μέσα σε αυτή τη μικρή φράση που αποδίδεται στη “κοινή γνώμη” της αυλής, μπορούμε να αγναντεύσουμε ολοκληρωτικά τη περίφημη διαδικασία της αποδιοπόμπευσης. Δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα: Φυσικά είναι η αίσθηση της έλλειψης. Φυσικά το πρόβλημα είναι η φτώχεια. Η ανησυχία είναι πως ο πληθυσμός της αυλής μεγαλώνει και προφανώς το φαγητό ανά κεφάλι κινδυνεύει να μειωθεί. Η δυσφορία που προκύπτει από το κίνδυνο της εισβολής νέων κατοίκων θα μπορούσε να ταράξει την ισορροπία και την ειρήνη του περιβάλλοντος. Όλο αυτό το “άσχημο” συναίσθημα πρέπει οπωσδήποτε κάπου να βρει ενσάρκωση. Και φυσικά το καλύτερο δοχείο για κάτι τέτοιο είναι ο άσχημος, διαφορετικός και αδύναμος ήρωας μας.
Τι είναι όμως η αποδιοπόμπευση; Στη Βίβλο ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν το αθώο ζώο που τελετουργικά φορτωνόταν τις αμαρτίες της κοινότητας και έτσι τον εξόριζαν στην έρημο για να ξεπλυθούν οι άνθρωποι από τις δικές τους αμαρτίες. Ψυχολογικά υπεύθυνη λειτουργία για να είναι εφικτό κάτι τέτοιο είναι η προβολή. Η αυτόματη τάση μας δηλαδή να αποδίδουμε στον άλλο χαρακτηριστικά που δεν επιθυμούμε να συγκρατήσουμε στο δικό μας βίωμα. Έτσι λοιπόν όλος ο φόβος της επιβίωσης και η συνεπαγόμενη επιθετικότητα, όλη αυτή η εσωτερική ασχήμια που μόλυνε το ψυχισμό των κατοίκων της αυλής, φορτώθηκε στο άσχημο μικρό πουλάκι. Τι βολικό ε; Τώρα όλοι τα φυσιολογικά και κατά τη γνώμη τους όμορφα ζώα, μπορούσαν δίχως ενοχές να κατευθύνουν το μίσος τους στο καημένο ασχημόπαπο. Δε νομίζω πως είναι άγνωστη αυτή η λειτουργία. Αποτελεί τη βασική μηχανή μα και το καύσιμο κάθε μορφής ρατσισμού. Αποτελεί το βασικό ξόρκι της Έριδας. Αποτελεί και το συνηθισμένο δόγμα που θα ακούσουμε στα χείλη κάθε θεραπευόμενου! “Για όλα φταίει η αδυναμία μου”: το εσωτερικό μου ασχημόπαπο δηλαδή που βολικά του αποδίδω το άγχος μου, τις αποτυχίες, την ανησυχία ίσως ακόμη και τις δυσάρεστες αϋπνίες μου.
Στην Αναλυτική Ψυχολογία του Γιουνγκ, χρησιμοποιείται ο όρος Σκιά για να περιγραφεί ο μη-συνειδητός, σκοτεινός ψυχικός τόπος, που εμπεριέχει τα αρνητικά μας στοιχεία. Αν δε μπορώ να αποδεχτώ τη ζήλια μου, μοιραία θα τη δω στο γείτονα μου. Αν με τσιγκλά η απληστία μου, θα την ανακαλύψω ολοφάνερα στο πρόσφυγα που έρχεται να κλέψει τους φόρους μου. Αν δε μπορώ να ανεχτώ τους δικούς μου σκοτεινούς φόβους, ίσως είναι προτιμότερο να περιγελάσω το τρελό που μιλάει ακατανόητα για τους δικούς του. Ο Ντοστογιέφσκι μας προειδοποίησε «Ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου».
Μάταια η μαμά πάπια προσπαθεί να παινέσει το μικρό της για να το προστατεύσει από το άγριο βλέμμα των άλλων. Το ασχημόπαπο είναι πια η συλλογική Σκιά της απομονωμένης αυλής. Θα υποφέρει από αυτό το ρόλο και σιγά-σιγά θα πειστεί και το ίδιο πως πράγματι η ασχήμια του είναι το πρόβλημα. Σε μια άλλη εκδοχή του παραμυθιού μαθαίνουμε πως η μαμά λέει: “…και δεν είναι τόσο άσχημο τελικά αν κανείς το δει με το κατάλληλο μάτι”. Είναι σχεδόν βέβαιο πως το ασχημόπαπο μας δε θα επιβίωνε αν δεν είχε μια σχετικά καλή εμπειρία της μητρότητας στην αρχή της πονεμένης του ζωής. Η ικανότητα της μητέρας να το βλέπει με αγάπη του έδωσε τα εφόδια να αντέξει κάπως της αδιανόητη κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Αλίμονο αν και εκείνη ήταν εξίσου τυφλή.
Από όλους τους διώκτες του ασχημόπαπου, εκείνος που μου τράβηξε τη προσοχή είναι ο τρελός γάλος που νόμιζε πως είναι ο Καίσαρας. Αν θυμηθούμε νωρίτερα, το μόνο πλάσμα του είδους του που αναφέρθηκε στο παραμύθι, ήταν το γαλόπουλο που κλώσησε από λάθος η γριά πάπια. Ίσως να είναι το ίδιο γαλόπουλο που πιέστηκε από τη θυμωμένη και εξαπατημένη πάπια να βουτήξει στο νερό. Ίσως η τρέλα να είναι το αποτέλεσμα ενός βίαιου εξαναγκασμού να ζήσεις μέσα σε μια ψευδή ταυτότητα που αδυνατεί να συγκρατήσει τη προσωπική σου αλήθεια. Μεταξύ μας, αν είσαι γαλοπούλα και πιέζεσαι να κολυμπήσεις σαν πάπια, ίσως τελικά είναι προτιμότερο να νομίζεις πως είσαι ο Καίσαρας.
Και η μητέρα αναστέναζε: «Μόνο να είχες φύγει μακριά!»
Έτσι μια μέρα το ασχημόπαπο πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια που ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι με πίκρα και έκλεισε τα μάτια του. Παρόλα αυτά συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο βάλτο όπου έμεναν αγριόπαπιες. Εκεί έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.
Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο.
«Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν.
Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!»
Το καημένο το ασχημόπαπο είχε βέβαια άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μπορεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει λίγο από το νερό του βάλτου.
Μετά από δύο μέρες, ήρθαν και δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια ήταν δύο χηνόπουλα, που δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους.
«Άκου, είσαι τόσο άσχημο αλλά εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν τότε δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό κοκκίνισε από το αίμα.
«Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από τον βάλτο. Μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Οι κυνηγοί καθόταν κρυμμένοι δεξιά και αριστερά γύρω από τον βάλτο και πυροβολούσαν. Μερικοί είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμώχνονταν να μπουν μέσα στον βάλτο.
Πόσο τρόμαξε στ’ αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του. Έδειξε τα κοφτερά του δόντια αλλά αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ από παντού ακουγόταν τουφεκιές και τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα.
Η μητέρα που ως τώρα στήριζε το διαφορετικό μικρό της έφτασε στο σημείο να ευχηθεί: “Μόνο να είχες φύγει μακριά!” Μπορεί να μας γεμίσει θλίψη αυτή η δήλωση. Μας κάνει δίκαια να αναρωτιόμαστε τι είναι ετούτη η αλλαγή; Δηλώνει άραγε την ανάγκη της να ξεφορτωθεί το βάσανο; Ή αποκαλύπτει την επιθυμία της να σωθεί το μικρό ασχημόπαπο από την δύσκολη κατάσταση; Πάντοτε η επιθυμία της μητέρας είναι ένας γρίφος. Μας ακολουθεί σε όλες μας τις περιπέτειες, και ιδιαίτερα σε εκείνες που καταλήγουν στο μεγάλο ταξίδι να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Και το μικρό ασχημόπαπο, όπως σχεδόν κάθε παιδί, θα υπακούσει τον αναστεναγμό της μητέρας: θα πετάξει έξω από το φράχτη. Προς το κίνδυνο, την εξορία ή την ελευθερία του.
Από εδώ και στο εξής, θα παρακολουθήσουμε τη πάλη του ήρωα μας, στο να διαχειριστεί τη τραυματισμένη του ταυτότητα. Ο Bruno Bettelheim στο γνωστό του βιβλίο “Η γοητεία των παραμυθιών” υποστήριξε πως στο παραμύθι μας, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν τυπικό ήρωα. Το ασχημόπαπο δεν χρειάζεται να φέρει εις πέρας μια ηρωική δοκιμασία. Δε χρειάζεται να πετύχει απολύτως τίποτα, παρά να περιμένει τη προαποφασισμένη μοίρα του να το σώσει. Ενώ αυτή η άποψη έχει οπωσδήποτε ένα ενδιαφέρον, στη δική μας προσέγγιση παραδεχόμαστε πως ο ήρωας μας, πράγματι δεν έχει να επιλύσει συγκρούσεις, όπως ο τυπικός νευρωτικός ήρωας. Εδώ μιλάμε για μια βαθιά διαταραχή της αίσθησης του εαυτού. Μιλάμε ταυτόχρονα και για την πιο γενναία πράξη από όλες: όταν στην αρχή της ζωής μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια βαθιά εχθρική πραγματικότητα, το σπουδαιότερο από όλα είναι να επιβιώσουμε. Η εμπειρία μας με ανθρώπους που αντιμετώπισαν πρώιμο τραύμα, δείχνει συνήθως πως η ψυχολογική μεταμόρφωση που απαιτείται δεν έχει να κάνει τόσο με το “καταφέρνω” αλλά με το “αποδέχομαι”. Αποδέχομαι το δικαίωμα μου να ζω και παραδόξως αυτό δεν επιτυγχάνεται μέσα από τον ηρωισμό, αλλά περισσότερο από την ικανότητα να αφεθείς στην αγάπη(εφόσον βέβαια υπάρχει).
Το ασχημόπαπο μοιραία θα χρησιμοποιήσει το χάρτη του κόσμου που ήδη έχει κληρονομήσει από τη ζωή του στη αυλή. Έτσι λοιπόν, αν τα πουλιά στο πέταγμα του τρομάζουν αυτό συμβαίνει επειδή είναι τρομερά άσχημο. Η ασχήμια του πλέον εξηγεί τα πάντα στην επαφή του με τους άλλους. Δομείται σιγά σιγά μια εξηγητική γνώση για όλα τα φαινόμενα του κόσμου. Ένα ανακουφιστικό δόγμα. Αυτό είναι κάτι που λίγο πολύ, συμβαίνει σε όλους μας. Η αποδοχή της εικόνας που έχουν οι άλλοι για εμένα, είναι μια κάποια λύση. Μπορεί μάλιστα και να μου σώσει τη ζωή. Στο παραμύθι ακούσαμε ότι το παπάκι σκέφτηκε: είμαι τόσο άσχημος που ακόμη και ο σκύλος αρνείται να με σκοτώσει. Άρα; Η ασχήμια μου θα είναι το πλεονέκτημα μου! Ας σκεφτούμε ένα παιδί που αναπτύσσει μια δύσκολη, ας πούμε, μια παραβατική συμπεριφορά. Αν αυτή η συμπεριφορά το βγάζει από τη θέση να είναι αόρατο, αν το βοηθά να αποκτήσει ένα οποιοδήποτε κύρος- έστω και με τη σφραγίδα του κακού, αν του δίνει μια ψευδαίσθηση αυτενέργειας έναντι της αβοηθησίας και της ακραίας παθητικότητας, τότε είναι ευπρόσδεκτη. Άλλωστε ο διάβολος που ξέρουμε είναι καλύτερος από το διάβολο που δε ξέρουμε. Ο Ψευδής Εαυτός, για τον οποίο με τόση ποιητική τρυφερότητα είχε μιλήσει ο Winnicott, είναι εκτός όλων των άλλων μια πρωτόγονη στρατηγική επιβίωσης. Μια πανοπλία όπου επειδή φοράμε κάπως πρόωρα στη ζωή, συχνά τη μπερδεύουμε με το δέρμα.
Προτού προχωρήσουμε θα ήθελα να σχολιάσω κάτι ακόμη που νομίζω πως μας βοηθά το παραμύθι να καταλάβουμε. Το συναντούμε συχνά στην αγωνία των γονιών για τις λεγόμενες “κακές παρέες”. Όταν το ασχημόπαπο προσγειώθηκε έξω από το φράχτη, είχε μια κάπως διαφορετική μεταχείριση. Τουλάχιστον τα πουλιά εκεί αναρωτιόνταν: “Τι μέρους το λόγου είσαι εσύ;” Τα δύο χηνόπουλα δε, ήρθαν και πρότειναν στο ασχημόπαπο να γίνει ο αρχηγός τους(ίσως επειδή ήταν τόσο άσχημο). Αυτά είναι τα πρώτα πλάσματα που έδειξαν αποδοχή στον ήρωα μας και μάλιστα του ζήτησαν να συμμετέχει σε μια κοινωνική ομάδα. Οι παρέες μας είναι οι τόποι που αναζητούμε ένα αίσθημα του ανήκειν. Είναι επίσης μηχανισμοί μύησης στην ανεξαρτησία. Φαίνεται πως η κοινωνία μας στερείται πλέον από έγκυρους και λειτουργικούς μηχανισμούς μύησης στην ενήλικη ζωή. Πάντοτε η άφιξη στην ενηλικίωση συμβαίνει μέσα από το κίνδυνο και το πόνο. Ωστόσο τα νέα παιδιά προσπαθούν να καταφέρουν αυτή την ηλικιακή μετάβαση, δίχως καμιά καθοδήγηση. Καθώς έχουν καταρρεύσει, δίχως αντικατάσταση, τα ιδανικά μιας συνεκτικής κοινωνίας, οι νέοι πλέον δεν έχουν κάτι να ακολουθήσουν. Μερικές φορές δε, δεν υπάρχει κάτι να εναντιωθούν. Τα δυο χηνόπουλα, δεν είχαν καμιά εμπειρία ζωής. Αν και αποτέλεσαν τη πρώτη παρέα του ασχημόπαπου, την πρώτη ομάδα που ίσως πως εκείνο ένιωσε μια ζεστασιά, αποτέλεσαν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο κίνδυνο. Η απειρία τους στη ζωή τα κατέστησε εύκολους στόχους στη σκληρότητα του κόσμου και πιο συγκεκριμένα των κυνηγών που εύκολα τα σκότωσαν. Οι “κακές παρέες” είναι κατά κάποιον τρόπο μια αναγκαιότητα(όπως ο κακός λύκος στο άλλο γνωστό παραμύθι της ενηλικίωσης). Ωστόσο τι συμβαίνει, όταν πάντοτε ζούσες μέσα σε μια “κακή παρέα”; Τι συμβαίνει όταν αντί να ευεργετηθείς από τη σοφία ενός ανοιχτού περιβάλλοντος που προσπαθεί να δει ποιος είσαι, διώκεσαι από την άρνηση του να σκεφτεί με ένα νέο τρόπο;
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ από παντού ακουγόταν τουφεκιές και τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα.
Αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να φύγει μακρυά από τον βάλτο.
Κατά το απόγευμα, το ασχημόπαπο έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι τελικά, έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα.
Το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, ενώ η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε.Το παπάκι παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα απ’ όπου ίσα-ίσα θα μπορούσε το παπί να μπει στην αγροικία. Και αυτό ακριβώς έκανε.
Μέσα στο φτωχικό σπίτι, έμενε μια γριά με τον γάτο και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Κι αν του χάιδευαν το τρίχωμα, πετούσε σπίθες! Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την έλεγε κοντοποδαρού.
Όταν ξημέρωσε, είδαν το ξένο παπί και ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια.
«Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε. «Τώρα θα έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι, δοκιμαστικά. Αλλά βέβαια το παπάκι δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Επειδή ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα το ρώτησε:
«Μπορείς να κάνεις αυγά;»
«Όχι» απάντησε το παπί.
«Τότε δεν έχεις δουλειά σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος το ρώτησε:
«Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;»
«Όχι» απάντησε σε όλα το παπί.
«Ε, τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» είπε με στόμφο ο γατούλης.
Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και είπε την επιθυμία του στο κοτόπουλο.
«Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι, θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά. «Καλά, έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»
«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε μακρυά. Έκανε βουτιές σε μια λίμνη και κολυμπούσε στο νερό, αλλά, λόγω της ασχήμιας του, όλα τα υπόλοιπα ζώα το απέφευγαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο, τα φύλλα στα δέντρα κιτρίνισαν και οι καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα. Το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρέμονταν βαριά, φορτωμένα με βροχή, χιόνι και χαλάζι. Πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!».
Ο χειμώνας ερχόταν και πάγωνες και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.
Ένα απόγευμα, ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε ακόμα με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από μεγάλα άσπρα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα και αστραφτερά με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Λέγονταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε. Το ασχημόπαπο δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του αυτά τα
φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε βέβαια πως τα λέγανε αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αλλά αισθάνθηκε αμέσως άσχημα. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ευτυχισμένο αν το ανεχόταν καμιά πάπια τόσο άσχημο που ήταν το καημένο..
Στο απόσπασμα αυτό μαθαίνουμε για δύο πολύ διαφορετικές εμπειρίες του ασχημόπαπου. Η μια είναι η προσπάθεια του να προστατευτεί σε ένα παρακμιακό περιβάλλον, η δεύτερη είναι η συνάντηση του με την ομορφιά.
Στη πρώτη περίπτωση το παπάκι βρίσκει καταφύγιο πάλι σε ένα στερημένο και κλειστό περιβάλλον. Είναι μια ετοιμόρροπη αγροικία όπου οι κάτοικοι της απολαμβάνουν ένα αμοιβαίο αίσθημα παρακμιακής αυτονομίας. Όπως είπαμε και προηγουμένως σε αυτές τις συνθήκες η αξία σου, εξαρτάται από την ικανότητα σου να προσαρμοστείς απόλυτα στον προκαθορισμένο από την ανάγκη ρόλο. Σε ένα τέτοιο κοινωνικό και ψυχικό περιβάλλον, η μαγική σκέψη είναι ο μόνος μηχανισμός αισιοδοξίας. Αυτό αποκαλύπτεται ίσως με το συμβολισμό της κακής όρασης της γριάς: στο ασχημόπαπο θέλει και βλέπει μια παχουλή πάπια. Ονειρεύεται τα πολλά της αυγά! Πόσο μεγάλη σε τέτοιες συνθήκες είναι η ανάγκη να καταφύγουμε στη παντοδυναμία της σκέψης και πόσο μεγάλη θα είναι η απογοήτευση. Μα και εμείς πόσο εύκολα μπορούμε να προγνώσουμε την αποτυχία της συνύπαρξης με το καινούριο. Για ακόμη μια φορά ο ήρωας μας θα έρθει αντιμέτωπος με την απόρριψη, όχι γιατί είναι αυτό που είναι, αλλά επειδή δεν είναι αυτό που οι άλλοι θέλουν- έχουν ανάγκη για την ακρίβεια- να είναι. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δεν υπάρχουν άλλοι ρόλοι. Είτε θα βγάζεις σπίθες από τη γούνα σου, είτε θα γεννάς αυγά. Αυτός ο τρόπος θέασης του κάθε τι ερμηνεύει ότι δε ταιριάζει με το γνωστό, ως τρελό ή απλά ηλίθιο. Στα κλειστά συστήματα σκέψης, είδαμε και προηγουμένως πως δεν υπάρχει καμιά ανοχή για νέες συνδέσεις. Ίσως αυτό εννοούσε ο Γιουνγκ όταν έλεγε: “η σκέψη είναι δύσκολο πράγμα. Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν”. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς κάτω από αμφιλεγόμενες ειδήσεις στο ίντερνετ, στα σχόλια πόσες κατηγορίες ηλιθιότητας εκτοξεύει ο ένας για τον άλλο.
Το ασχημόπαπο, με μια πράξη σχεδόν αυτοκτονίας, αποφασίζει πως είναι προτιμότερο να αναζητήσει καθαρό αέρα παρά να μείνει μέσα στο ακόμη πιο στενό περιβάλλον από εκείνο που γεννήθηκε. Μεταξύ μας είναι δύσκολο να βρούμε πολλές δικαιολογίες για την απόφαση του αυτή και εμείς. Ένα μικρό παπάκι δεν έχει πολλές πιθανότητες να επιβιώσει μόνο του, μέσα στο καταχείμωνο. Τουλάχιστον περισσότερες από ένα άλλο γνωστό μας πλάσμα: το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Παρόλα αυτά το έκανε. Και τότε έγινε το πρώτο θαύμα.
Κοιτάζοντας στον ουρανό είδε ένα σμήνος από κύκνους να πετά. Θαμπώθηκε από την ομορφιά τους. Σαν να άναψε ένα σπίρτο και να ονειρεύτηκε στη μικρή του φλόγα μια κατάσταση ευτυχίας. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως το δέος από τη θέα των κύκνων άναψε μέσα του μια ενστικτώδικη ταύτιση. Ότι ο ήρωας μας βαθιά μέσα του ένιωσε μια ειδολογική οικειότητα. Ίσως, αλλά προς το παρόν δεν έχουμε καμιά περιγραφή πως πράγματι θα τολμούσε το ασχημόπαπο να φανταστεί κάτι τέτοιο.
Ο ψυχαναλυτής Kohut, έχει υποστηρίξει πως στις πρώιμες(και όχι μόνο) σχέσεις μας, έχουμε ανάγκη από συγκεκριμένες σχεσιακές λειτουργίες που βοηθούν να υποστηριχθεί μια ικανοποιητική και ρεαλιστική αίσθηση εαυτού. Οι δύο κυριότερες είναι το καθρέφτισμα και η εξιδανίκευση. Το καθρέφτισμα αφορά την αίσθηση πως εμείς οι ίδιοι είμαστε αντικείμενο θαυμασμού από το περιβάλλον και η εξιδανίκευση είναι η αποδοχή της δικής μας ανάγκης να θαυμάσουμε κάποιον. Για το πρώτο, ούτε λόγος στο παραμύθι μας. Ίσως εδώ να βλέπουμε τη πρώτη στιγμή που ο ήρωας μας πραγματικά μπορεί να θαυμάσει κάτι. Είναι η πρώτη στιγμή έμπνευσης. Η πρώτη στιγμή που κοιτάζει κάτι που πραγματικά είναι όμορφο. Κάτι που σε κάνει να θέλεις να ζήσεις τη ζωή. Κάτι που όσο άπιαστο και να φαίνεται, ενεργοποιεί ένα ερωτικό ένστικτο προς το μέλλον(κάτι σαν την ουτοπία;). Αξίζει άραγε μια ζωή δίχως ιδανικά; Αξίζει μια ζωή δίχως έμπνευση; Η υπόθεση μου είναι πως ετούτη η στιγμή της εισβολής της ομορφιάς, είναι ένα φιλί ζωής για το αποκαμωμένο παπάκι. Ο James Hillman παρατήρησε: “Απ’ όλες τις αμαρτίες της ψυχολογίας, η πιο θανάσιμη είναι η παράβλεψη τής ομορφιάς”
Όσο περνούσε ο καιρός, ο χειμώνας αγρίευε και η λίμνη πάγωνε σιγά σιγά! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα για να μην αφήσει το νερό να παγώσει γύρω του. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο.
Το κρύο έγινε τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του για να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάποτε κουράστηκε όμως και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε κοντά, έσπασε τον πάγο με το παπούτσι του, πήρε στα χέρια του το παπάκι και το πήγε στη γυναίκα του. Το φτωχό παπάκι ξαναζωντάνεψε και τα παιδιά του αγρότη θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το φοβισμένο παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν. Από τον φόβο του πήδηξε πάνω στην κούπα με το γάλα και το γάλα πιτσίλισε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πετούσε τρομαγμένο στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ όλοι γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα. Έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο στο απάτητο χιόνι.
Νομίζω πως είναι δύσκολο να βρει κανείς καλύτερη εικόνα να περιγράφει τι μας συμβαίνει όταν βιώνουμε την απόλυτη μοναξιά από τη πρώτη παράγραφο αυτού του αποσπάσματος. Το παπάκι κινείται ακατάπαυστα κάνοντας κύκλους, ενώ ο κλοιός του πάγου όλο και στενεύει. Ας φανταστούμε τη τρομακτική κατάσταση! Ο πάγος, ένα σύμβολο της σκληρότητας, της έλλειψης συναισθήματος και της αδιαφορίας απειλεί με την εξάπλωση του το μικρό πλάσμα. Εκείνο κάνει ακριβώς την ίδια κίνηση, όχι από επιλογή, αλλά ελπίζοντας πως δε θα το καταπιεί η πραγματικότητα. Είναι μια σκηνή που περιγράφει με σκηνοθετική δεξιοτεχνία την αδιαλλαξία των εμμονών και την βαναυσότητα των καταναγκασμών μας. Την αναπόδραστη κυκλική μοίρα που όλο και στενεύει. Όπως όταν επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά τις ίδιες συμπεριφορές, τις ίδιες εμμονικές σκέψεις, ενώ ταυτόχρονα η απομόνωση από το περιβάλλον μας όλο και μεγαλώνει. Μοιάζει με εκείνο που ο Freud ονόμαζε “Καταναγκασμό της Επανάληψης”. Μοιάζει με την αμυντική μας προσπάθεια να ελέγξουμε μια ακραία εχθρική πραγματικότητα, κάνοντας κύκλους τελικά γύρω από τον εαυτό μας. Στο τέλος το παπάκι δε μπορεί να συνεχίσει πια. Η ενέργεια του το εγκαταλείπει. Καμιά ζεστασιά που να βγαίνει από μέσα του δε μπορεί να νικήσει τον χειμώνα. Ο πάγος τόσο της τωρινής πραγματικότητας μα και όλων των εμπειριών που μέχρι τώρα είχε, το εγκλωβίζει σε μια θανατηφόρα ακινησία.
Το παραμύθι μας λέει και μια αλήθεια ακόμη. Για να σωθούμε δεν αρκεί η δύναμη μας. Δεν αρκεί η σκληραγώγηση, η συνήθεια στις κακουχίες. Ούτε η ομορφιά. Ούτε η εξυπνάδα. Τις περισσότερες φορές, εκείνο που χρειαζόμαστε είναι μια πράξη καλοσύνης. Όπως η τρυφερή, γεμάτη συμπόνοια καρδιά του αγρότη που το έσωσε. Δεν υπάρχει ήρωας στου μύθους η τα παραμύθια που να μη βοηθήθηκε από έναν ευεργέτη θεό ή ένα καλό πνεύμα. Ίσως ακούγεται κάπως ρομαντική αυτή η αντίληψη, ωστόσο δεν υπάρχει ψυχοθεραπευτική θεωρία, που να μην αποδέχεται τη σπουδαιότητα της ενσυναίσθησης για τη ψυχολογική υγεία και τη ρύθμιση των συναισθημάτων μας. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα μας να αποδεχόμαστε τη κατάσταση του άλλου όπως είναι. Να βυθιζόμαστε στον δικό του κόσμο με την μαγεία μιας ανοιχτόμυαλης ονειροπόλησης. Η ενσυναίσθηση απαιτεί να σεβόμαστε την επιθυμία του να υπάρξει ανεξάρτητα από εμάς και να νιώθει πράγματα διαφορετικά από ότι εμείς. Η ενσυναίσθηση είναι η ζεστασιά που επιτρέπει στα αυγά των νέων εμπειριών να εκκολάπτονται. Και ετούτο συνέβη με το παπάκι. Μια οικογένεια το πήρε σπίτι. Και κάπως έτσι, μας ενημερώνει το παραμύθι πως εκείνο ξαναζωντάνεψε.
Βέβαια οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Όπως είπαμε το ασχημόπαπο, είχε γευτεί για τα καλά την εχθρότητα και την είχε αποδεχτεί ως το βασικό τρόπο να σχετιστεί ο ένας με τον άλλο. Αυτή ήταν η εμπειρία του. Με αυτό το τρόπο έβλεπε το κόσμο. Έτσι λοιπόν, όταν τα παιδιά του σπιτιού θέλησαν να παίξουν μαζί του, εκείνο ερμήνευσε τη συμπεριφορά τους ως εχθρική και προσπάθησε άγαρμπα να σωθεί. Στην επαφή μας με το Αλλο, είναι πολύ πιθανόν να γίνουν τέτοιες παρεξηγήσεις. Ορισμένες φορές καταστροφικές. Το παραμύθι μας διδάσκει πως πρέπει να έχουμε υπομονή. Να είμαστε ανοιχτοί στην ιδέα ότι διαρκώς χρειαζόμαστε τη μετάφραση της ενσυναίσθησης. Γιατί αλήθεια, πως είναι δυνατό να περιμένουμε από το ασχήμοπαπο, να κατανοεί τι σημαίνει παίζω; Τι ήταν μέχρι τώρα, για εκείνο, παιχνίδι;
Το παπάκι έμεινε μόνο του και δυσκολεύτηκε αφάνταστα μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα, ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές ενός βάλτου, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν ότι η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.
Τότε το παπάκι άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει πιο δυνατά από ποτέ. Το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά. Πριν καν το καταλάβει, είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο με κανάλια και λιμνούλες. Εκεί υπήρχαν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές. Ω, πόσο υπέροχος ήταν ο ανοιξιάτικος καιρός.
Μετά από λίγο, ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με τα λαμπερά φτερά τους, γλιστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια περίεργη ζήλια.
«Θα πετάξω κοντά σε αυτά τα όμορφα πουλιά να με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά
καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλωτσάνε οι άνθρωποι και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!»
Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και πήγε προς τα λαμπερά πουλιά. Αυτά όρμηξαν κατά πάνω του με ανοιγμένα τα φτερά τους!
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» φώναξε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό περιμένοντας. Όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά!
Αν βγήκες από αυγό κύκνου, κύκνος θα γίνεις ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες! Χάρη στις κακουχίες που είχε υποστεί και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο εκτίμησε την τύχη του να γίνει τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους.
Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό κύκνο και τον χάιδευαν με το ράμφος τους. Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε:
«Κοιτάξτε εκεί, είναι ένας καινούριος κύκνος!»
Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «Ναι, ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε!»
Χειροκροτούσαν και χόρευαν και μετά έφεραν τη μητέρα και τον πατέρα τους να τον δουν. Έριχναν όλοι ψωμί στο νερό και έλεγαν:
«Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!»
Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλίνονταν μπροστά στο ασχημόπαπο που έγινε κύκνος.
Εκείνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του. Αισθανόταν όμως μεγάλη ευτυχία χωρίς καθόλου υπερηφάνεια, γιατί μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν πριν λίγο καιρό. Και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά.
Ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός, τα ανθισμένα λουλούδια χρωμάτιζαν τον κήπο και όλα ήταν υπέροχα. Ο κύκνος τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός του σηκώθηκε και από καρδιάς είπε:
«Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη ασχημόπαπο!»
Ο χειμώνας πέρασε και αξιοποιώντας τις μικρές, θετικές του εμπειρίες(οάσεις στην έρημο έλεγε ένας συνάδελφος ψυχολόγος) το ασχημόπαπο κατόρθωσε να βγάλει το χειμώνα. Δίχως επίγνωση στη μεταμόρφωση που σιγά σιγά είχε συμβεί. Πετώντας πιο δυνατά πια, έφτασε σε ένα σημείο που ξανασυνάντησε εκείνα τα υπέροχα πουλιά που κάποτε είχε τόσο θαυμάσει. Ο αφηγητής μας λέει για πρώτη φορά πως το ασχημόπαπο, είχε ένα αρνητικό συναίσθημα: τη ζήλια. Τόσες φορές το απόδιωξαν, τόσες φορές ήρθε σε επαφή με πιο προνομιούχα ζώα και είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται ένα τέτοιο αρνητικό μα φυσιολογικό εδώ που τα λέμε, συναίσθημα. Για το ασχημόπαπο, η επίθεση φαίνεται πια πως έρχεται από μέσα. Μη αντέχοντας το βίωμα της ζήλιας, σε μια κίνηση ξεκάθαρα αυτοκταστροφική, αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο. Πέταξε προς το μέρος των κύκνων, προτιμώντας να το σκοτώσουν τα πουλιά που κάποτε θαύμασε. Είναι μερικές φορές, μια κίνηση απελπισίας που μας κάνει να βλέπουμε την ελπίδα και την αλήθεια για εμάς και για το κόσμο. Είναι αυτή η μικρή σπίθα επιθυμίας που έβαλε φωτιά στις προηγούμενες εμπειρίες αποκαλύπτοντας τη πραγματική φύση του ασχημόπαπου.
Κοίταξε λοιπόν προς το νερό και είδε την αντανάκλαση του. Γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι να δεις την αντανάκλαση σου στο νερό όταν είσαι καταραμένος, όπως ένας άλλος γνωστός μας μυθολογικός ήρωας, ο Νάρκισσος. Επιτέλους είδε τον εαυτό του και αναγνώρισε σε εκείνον κάτι που είχε θαυμάσει αλλού. Μιλήσαμε προηγουμένως για τις ανάγκες καθρεφτίσματος και εξιδανίκευσης. Εδώ, σε μια και μοναδική σκηνή παρατηρούμε την επανορθωτική εμπειρία που περιλαμβάνει και τις δύο ανάγκες. Νιώθει την ευτυχία της αποδοχής και του θαυμασμού και ταυτόχρονα μια δόση εξισορροπητικής ντροπής. Η ντροπή του ωστόσο δεν έχει πια το ίδιο σκοτεινό βάρος. Δεν το οδηγεί στην επικίνδυνη αν και αναγκαία ψευδο-αυτονομία, όπως όταν πέταξε χωρίς σχέδιο έξω από την αυλή και την αγροικία. Ούτε το σπρώχνει στην “ταύτιση με τον επιτιθέμενο” όπως όταν δικαιολογούσε τους άδικους διώκτες του. Είναι μια ντροπή που μας επιτρέπει την απόλαυση, να βιώνουμε ειρηνικά τη σχέση με τον εαυτό μας, προστατεύοντας μας από την Ύβρη.
Ο κύκνος μας αναγκάστηκε να ζήσει ως μια προβληματική πάπια. Αξιοποιώντας κάπως την αγάπη της μητέρας του κατόρθωσε να ξεφύγει από τη θανατική καταδίκη της τοξικότητας του ρατσιστικού βλέμματος. Συναντήθηκε με το κακό και το καλό. Και στο τέλος, με τη βοήθεια ακόμη και της τύχης, ανακάλυψε την αλήθεια για τον εαυτό του. Για το τρόπο που είδαμε εμείς σήμερα το παραμύθι μας, δεν έχει καμιά σημασία που αποδείχτηκε πως το ασχημόπαπο ήταν κύκνος. Το ίδιο θα μας ήταν αν ένα ασχημόκυκνο, στο τέλος ανακάλυπτε πως είναι μια όμορφη πάπια. Ή ακόμη και μια ασχημούλα πάπια…. Σύμφωνα με το παραμύθι μας όταν αγκαλιάζουμε στο κόσμο μα και μέσα μας, το Αλλο- αυτό που συνήθως στην αρχή βλέπουμε άσχημο-, τότε είναι πιο πιθανό να γίνουμε μάρτυρες μιας θαυμάσιας και αληθινής μεταμόρφωσης.
Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από την ομιλία που διοργανώθηκε από τη Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Κεφαλλονιάς, Ιθάκης και Ζακύνθου και τη “Λέσχη ο Ζάκυνθος”, στις 16/11/2019
Ομιλία: Νίκος Ρούσσος
Αφήγηση παραμυθιού: Σπύρος Φλάμπουρας
Το παραμύθι μας το βρήκαμε στην ακόλουθη διεύθυνση: https://www.paidika-paramythia.gr/story/15/ashimopapo