Σαν γκριζογάλανο μπαρούτι πάνω από τα σεντόνια ενός συζυγικού καβγά. Η πολεμική τρομπέτα των αναστεναγμών που προφητεύουν τη μάχη. Τα ρυθμικά, δυσοίωνα τύμπανα μιας επερχόμενης σφαγής που ακούς στην απάντηση της ερώτησης «Τι έχεις;», -«ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ». Η γκρίνια είναι ο φόβος και τρόμος των γονιών, ο ξεροκέφαλος εχθρός της αισιοδοξίας, ο συνεπιβάτης μας για τη δουλειά κάθε Δευτέρα πρωί. Έστω μια σπίθα της θα βρεις στην μακριά ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας. Ακόμη και στη χαρά του γάμου βρίσκει τρόπο να τρυπώνει: “ποιος άτιμος κανόνισε έτσι τα τραπέζια”; Και ενώ κουβαλά κάμποση ορμή πολέμου, την παράδοξα απολαυστική οργή της πάλης, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την ηχώ μιας μάχης που τέλειωσε. Και μάλιστα με ήττα…
Η γκρίνια ανήκει οπωσδήποτε στο θεό Άρη. Γυαλίζει σχολαστικά ξιφολόγχες, περίστροφα, τουφέκια. Τακτοποιεί ηρωικές στρατιές επιχειρημάτων σε φαντασιακά πεδία μαχών. Κανόνια βροντούν στη βαριά της ανάσα. Μουρμουρίζει αδιάλλακτα απέναντι σε κάθε ευκαιρία για καβγά: με το καιρό, το θεό, τη κίνηση στους δρόμους, φυσικά τη τύχη. Με πάθος μέμφεται τη μοίρα. Έχει όμως και μια διεστραμμένη μα και παιδική ομορφιά όπως ο χορηγός της. Έλκει ερωτικά την άλλη αισθαντική θεότητα την Αφροδίτη. Διατηρεί μια νεανική, μυώδη ένταση που τεντώνει το κορμί. Μεταδίδει μαγικά τη δυσφορία, σαν την αγαπημένη στιγμή του άξεστου θεού: πάντοτε οι μάχες του είναι σώμα με σώμα.
Στην Ιλιάδα ο Δίας αποπαίρνει και μάλιστα με άσχημο τρόπο τον αιμοδιψή γιο του: “Μη κάθεσαι δίπλα μου, διπρόσωπε, σαν γκρινιάρικο παιδί που κλαίει!”. Αυτή ήταν η απάντηση του στη μεμψιμοιρία του ατρόμητου κατά τα άλλα Άρη, επειδή έχασε στη μάχη από έναν θνητό- βεβαίως με τη βοήθεια της αδελφής του Αθηνάς. Αυτή είναι συνήθως η μοίρα της κάθε μας γκρίνιας. “Σταμάτα να παιδιαρίζεις, μεγάλωσες πια!”, “δε σ´ αρέσει το φαΐ; Άλλα παιδάκια πεινάνε…”. Και αν μεγαλώσουμε λίγο… “Τι θα πει κουράστηκες; Να λες καλά που έχεις δουλειά”, ή “γκρινιάζεις και εσύ… εγώ να δεις τι πονοκέφαλο είχα χθες”. Η γκρίνια, πολεμική καθώς είναι μεταδίδει αυθόρμητα την ετοιμότητα του πολεμιστή στον συνομιλητή. Άλλωστε ο Άρης δεν είναι θεός του στοχασμού. Συνεπώς δεν αγαπά να σκέφτεται την ήττα. Θα κινήσει κατευθείαν για έναν καινούριο πόλεμο. Σαν το κριάρι θα κάνει δυο βήματα πίσω, μόνο για να πάρει φόρα να ορμήξει!
Η γκρίνια είναι εκείνο το εσωτερικό ουρλιαχτό του Άρη, όταν πληγωθούμε από την ήττα. Η ωμή επιθετικότητα του ψυχισμού μας που αρνείται τη παράδοση στην απελπισία. Η πολιορκητική ανάγκη μας για επικοινωνία που η στρατηγική της φτάνει μόνο μέχρι το σπάσιμο της πόρτας. Το τσιριχτό κλάμα του βρέφους που ειδοποιεί το κόσμο για τη δυστυχία του να είσαι αβοήθητος. Το εκνευριστικά λεπτομερειακό αφήγημα του υποχόνδριου που αναζητά στο άμεσο μέλλον τα ίχνη μιας καταστροφής που έχει ήδη συμβεί. Το πειστικό γάβγισμα του επικριτικού ανθρώπου, που επιβεβαιώνει πανηγυρικά την απόλυτη μοναξιά του. Η γκρίνια ίσως είναι η πολεμοχαρής ελπίδα, πως μια δύσκολη αλήθεια θα πρέπει να επικοινωνηθεί. Το κενό βογκητό που αναζητά εικόνες. Η ορμή που απαιτείται για το ανακάτεμα των ψυχικών περιεχομένων. Είναι ο βάρβαρος τρόπος της φύσης μας ώστε να διατηρούμε την ανθρωπιά μας.
Στο τέλος του αποσπάσματος της Ιλιάδας που αναφέραμε, ο φιλόξενος πατέρας ομολογεί στο γιο του: “είσαι παιδί μου και δε θέλω να πονάς”. Ετούτη η κίνηση αγάπης, η ικανότητα του αρχηγού των θεών να χωράει στη κατανόηση του ακόμη και εκείνο που απεχθάνεται, είναι ο ορισμός της ψυχολογικής σκέψης. Όπως μια μέση μητέρα που αντέχει τις βίαιες επιθέσεις του παιδιού της δίχως να αντεπιτίθεται και χωρίς η ίδια να φοβάται πως θα καταστραφεί. Όπως τη στιγμή που μια ευγενική χειρονομία μας γεμίζει δυσανάλογη συγκίνηση μαλακώνοντας τον ρεαλιστικό πεσιμισμό μας. Όπως εκείνες τις ημέρες, όπου ο άγαρμπος και βίαιος αυθορμητισμός μας, από πηγή καταστροφής, γίνεται το σημείο έναρξης της δημιουργίας. Κατά αυτή την έννοια η έμπνευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια καλοδεχούμενη εσωτερική γκρίνια.
Από το Νίκο Ρούσσο