Κάτω από τα καινούρια μας ρούχα, ακτινοβολεί ένα πανάρχαιο σώμα. Ένας σκοτεινός ρήτορας που η καταγωγή του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Όταν μιλάει, πως να μην τον ακούσεις; Και όταν τον ακούς, πως γίνεται να μη μιλήσεις; Πως γίνεται να αγνοήσεις το μεταφυσικό κρότο από τις κατακόμβες των εντέρων σου, το καυτό σφύριγμα ενός μεσημεριανού πονοκεφάλου, ή τον αδιάκριτο ήχο από τα φτερά των πεταλούδων που γεννά στον έρωτα το στομάχι σου; Το ανθρώπινο σώμα δε διαθέτει τη βαρβαρότητα της αθωότητας του καινούριου. Οι λειτουργίες και οι επιθυμίες του έχουν σμιλευτεί από εκαταμμύρια χρόνια εξέλιξης. Ούτε όμως έχει την χαλαρωτική σιωπή της πέτρας. Η ρητορική του είναι πέρα από την αλήθεια και το ψέμα, πέρα από το καλό και το κακό, όπως γίνεται σε κάθε δημιούργημα της φύσης. Το ανθρώπινο σώμα μας προσκαλεί συνέχεια σε διάλογο, σε ένα συνεχές παζάρεμα νοημάτων. Οι μαντικοί γρίφοι του συνοδεύουν την υποχονδριακή φύση της ταυτότητας μας. Και μοιάζει με έναν ικανότατο ποιητή, που δε ξέρει ούτε μία λέξη…
“Έχω ένα βάρος στο στήθος”. Πολλές φορές δε ξέρουμε γιατί, αλλά ακόμη και όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε δε φαίνεται να φεύγει. Οι λέξεις στερεύουν, καθώς τις ρουφάει το πηγάδι των αναστεναγμών μας. Μήπως αυτός το βάρος στο στήθος δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψυχική μαύρη τρύπα; Ίσως… Μια καλή ιδέα, όταν το σώμα μας δηλώνει τη παρουσία του μέσα από μια τέτοια δυσφορία, είναι να επικεντρωθούμε λίγο σε αυτό και να παρατηρήσουμε τις εικόνες που αναδύονται αυθόρμητα. Έχω προσέξει λοιπόν, πως αυτό το βάρος, από τους περισσότερους περιγράφεται σαν ένα στρογγυλό, μαύρο πράγμα. Άλλοτε σαν κουβάρι. Άλλοτε σαν μια ελαστική σφαίρα, πάντοτε σκοτεινή και πάντοτε απείθαρχη σε οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας. Ένα παράξενο αντικείμενο, που δε λέει τίποτε περισσότερο για τον εαυτό του παρά μόνο ότι είναι στρογγυλό και μαύρο. Τι μπορείς να κάνεις με μια τέτοια μπάλα εκτός από το να τη κλωτσήσεις; Σίγουρα ασκεί μια μυστηριώδη έλξη. Έχει μια καταθλιπτική βαρύτητα. Μια ακατανόητη λάμψη. Ερωτοτροπεί με τα όρια της αντοχής σου, στο να μη καταλαβαίνεις. Σε κάθε επαφή μας με το ακατανόητο, τι άλλο μας μένει από το να ονειροπολούμε;
Το σώμα μας μπορεί και αυτό να ονειρεύεται. Μεταμορφώνει μέσα από το δυσφορικό του παραλήρημα τη δοσμένη ανατομία του. Αυτό το στρογγυλό, μαύρο πράγμα δε θα μπορούσε να είναι μια καρδιά; Ίσως είναι η πηγή του συναισθηματικού παλμού της απελπισίας μας. Ένα δίχτυ που συγκράτησε σφιχτά όσα βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση μέσα μας τις δύσκολες ημέρες. Ένα κουβάρι των ασύνδετων νημάτων της προσωπικής μας ιστορίας. Το εγκαταλελειμμένο γκαράζ των συντριμμιών του τραύματος. Αυτή η δεύτερη, πιο σκοτεινή μας καρδιά στέλνει το πικρό αίμα της μελαγχολίας σε όλο μας το σώμα αλλά και έξω από αυτό. Αναζωογονεί τους ατροφικούς μύες της μη συνειδητοποιημένης ανάμνησης. Η μαύρη μας καρδιά, όπως και ο μαύρος ήλιος της αλχημείας, δείχνουν προς αυτά που αδειάζουν, αποσυντίθενται και πεθαίνουν μέσα μας. Ακτινοβολούν με το μαύρο φως του ασυνείδητου μας πόνου: σκέψεις που δε μπόρεσαν ποτέ να ακούσουν τον ήχο τους, βιώματα που δεν τα ερωτεύτηκε καμιά Ηχώ. Το σκοτάδι αυτής της μαύρης σφαίρας, εκπαιδεύει τα μάτια μας να βλέπουν στη σκιά των πραγμάτων, πίσω από το προφανές.
Τις μέρες εκείνες που το σώμα μας ονειρεύεται τη μαύρη του καρδιά, ίσως χρειάζεται να αποφεύγουμε τις φωτεινές διαπιστώσεις. Δεν υπάρχει απογοητευτικότερο πράγμα να ακούσει κάποιος που πενθεί από το “η ζωή προχωράει”. Και πόσο γελοία ακούγεται η ηλιακή προτροπή: “μην αγχώνεσαι!”. Όταν βασιλεύει μέσα μας ο χρόνος της μαύρης καρδιάς, τα ρολόγια μας έχουν μικρή σημασία. Η βιασύνη μας αποκαλύπτεται σε αυτό που πραγματικά είναι: μια άμυνα ηρωικής παντοδυναμίας. Μια γρήγορη εξήγηση που ονειρεύεται τα ύψη! Άλλη μια πτήση του ξεροκέφαλου Ίκαρου. Αντίθετα η αντοχή στα μυστήρια της μαύρης καρδιάς αποδείχνεται πάντα δαιδαλώδης. Έχει αδιέξοδα και τη δυσοίωνη εφευρετικότητα της φαντασίας. Έχει την υγρή και σκοτεινή ζεστασιά της μήτρας. Τις μέρες εκείνες που το σώμα μας ονειρεύεται τη μαύρη του καρδιά, που η ανάσα μας είναι ρηχή και το βλέμμα μας βαθύ, θέλοντας ή μη, ξαναβρισκόμαστε στην έρημο του προσωπικού μας τραυματισμού. Δίχως κέρινα φτερά. Δίχως νερό να καθρεφτίζει τη μορφή μας. Σα σκαθάρια σπρώχνουμε τη σκοτεινή μας μπάλα.
Τι άλλο να είναι η κατάθλιψη από την επικίνδυνη περιέργεια της ψυχής μας για το θάνατο και τα μυστικά του; Ίσως να είναι και μια συμφιλιωτική χειρονομία προς το φόβο. Όσο και αν προσπαθούμε να τον ξεχάσουμε εμείς, το σώμα μας ξέρει να φοβάται. Αυτό το στρογγυλό, μαύρο πράγμα πάνω από το στομάχι μας, είναι το βαρίδι που μας αναγκάζει να προσγειωνόμαστε στον εαυτό μας. Ένα βαρίδι που μας αναγκάζει να τον υπερβαίνουμε. Δίπλα στην παθιασμένη για ζωή, κόκκινη μας καρδιά, είναι η σκοτεινή αδελφή της. Χτυπούν μαζί, τα τύμπανα του ρυθμού της ζωής. Μέρα και νύχτα, φθινόπωρο και άνοιξη. Στις καλές και τις κακές μέρες. Δύο ήλιοι ανατέλλουν μέσα μας. Με τις δύο διαφορετικές τους λάμψεις, αποκαλύπτουν με διαφορετικό τρόπο τον κόσμο και τον εαυτό μας. Μας αναγκάζουν να ζούμε δύο ζωές. Τη κόκκινη και παθιασμένη ζωή της επίτευξης. Τη μαύρη και μυστήρια ζωή του ονείρου.
Από το Νίκο Ρούσσο