Μέσα του Φλεβάρη, εφτά το πρωί. Το κρύο, μολυσμένο από ανυπόφορη υγρασία, με αρπάζει από το λαιμό με το που θα τολμήσω να ανοίξω τη πόρτα για να φύγω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στη θαλπωρή του σπιτιού, προτού η Αρχή της Πραγματικότητας με διατάξει να ξεκινήσω τη παραγωγική μου ημέρα. Στη γωνία του καναπέ μου, ένα λευκό κουβάρι μακαριότητας ροχαλίζει. Το σκυλί μου, ανέμελο παρά το θλιβερό γεγονός ότι είναι Δευτέρα, κοιμάται στη ζέστη. Ένα μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο, ρεύμα ζηλοφθονίας με διαπερνά. Κλείνω τη πόρτα. Περπατώ ξεφυσώντας. Λίγα βήματα αργότερα, βλέπω το γείτονα που από καιρό τώρα είναι άνεργος. Το ανεπαίσχυντο συναίσθημα μου εξατμίζεται καθώς μπαίνω ντροπαλά στο αυτοκίνητο.

Σε αυτό το άρθρο, θα χρησιμοποιήσουμε τα κακόφημα μάτια της θρυλικής Γοργόνας ως αλληγορία ενός πολύ κακόφημου ανθρώπινου συναισθήματος: του φθόνου. Η λέξη προέρχεται καθώς φαίνεται από το φθίνω, δηλαδή μειώνομαι και είναι αντίθετο της λέξης αφθονία. Ο φθόνος είναι το συναίσθημα που νιώθουμε απέναντι σε αυτόν που θεωρούμε ότι σε αντίθεση με εμάς κατέχει σε αφθονία αυτό που μας λείπει. Η επίγνωση της αφθονίας του άλλου(σε χρήματα, αγάπη, ταλέντο, περισσότερες ώρες ύπνου κτλ) μας μειώνει καθώς τραυματίζει το ναρκισσισμό μας. Γιατί αυτός και όχι εγώ; είναι το συνηθισμένο αφήγημα του φθόνου. Τι τρομερή αδικία!

Εξαδέλφη του φθόνου είναι η ζήλια. Λένε πως αυτό που, παρά τη συγγένεια τους, τα διαχωρίζει είναι ότι ο βάρβαρος φθόνος αφορά περισσότερο στην παρόρμηση μας να επιτεθούμε σε αυτό που έχει ο άλλος, ενώ η ζήλια αφορά την ανάγκη να προστατεύσουμε αυτό που έχουμε εμείς. Ακολουθώντας αυτό το δρόμο σκέψης, η ζήλια είναι φαινόμενο που σχετίζεται με την επίγνωση του κινδύνου της απώλειας, ενώ ο φθόνος μας ερεθίζει πιο βαθιά καθώς ενεργοποιεί μια πυρηνική αίσθηση ανεπάρκειας ή έλλειψης. Όπως και να έχει, η ζήλια εμπεριέχει το σπόρο του φθόνου καθώς και τα δυο μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη πραγματικότητα ότι ως όντα δεν είμαστε πλήρη και αυτόνομα. Ότι διαρκώς εξαρτόμαστε από καταστάσεις που είναι πέρα από τον έλεγχο μας. Για παράδειγμα ο ζηλιάρης σύζυγος, γεύεται στις οδυνηρές του φαντασιώσεις το πικρό δηλητήριο του φθόνου καθώς δε στοχεύει μνησίκακα μόνο στον αντίζηλο, αλλά και φθονεί την ροή της αγάπης της γυναίκας του, που νιώθει πως πλέον δε ρέει αποκλειστικά ή στο ελάχιστο προς τον ίδιο. Στις επόμενες γραμμές δε θα μας απασχολήσει ο διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο έννοιες και για οικονομία σκέψης θα τις αντιμετωπίζουμε ως σχεδόν ταυτόσημες, χρησιμοποιώντας τον διπλωματικό όρο ζηλοφθονία.

Το ενδιαφέρον με το συναίσθημα που εξετάζουμε, είναι πως προκαλεί στον άνθρωπο που το βιώνει μια καταπληκτική κατάσταση μόνιμης ήττας. Τη στιγμή που συλλαμβάνω τον εαυτό μου να κολακεύει κάποιον με τη ζηλοφθονία μου απέναντι του, ντρέπομαι και βιώνω ενοχές για το τρομερό μου συναίσθημα. Η ζημιά στην εικόνα μου, από αυτό που ένιωσα με κάνει να νιώθω ακόμη μικρότερος, κάτι που νομοτελειακά θα με οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ζηλοφθονία. Λαβύρινθος… Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ζηλοφθονία, ένα από τα συναισθήματα που εμείς οι άνθρωποι καταδικάζουμε σε εξορία στο ασυνείδητο και τη προβολή. Ακόμη όμως και από εκείνα τα καταραμένα μέρη, φροντίζει να κάνει τη δουλειά της, που είναι η επίθεση στη συνδεσιμότητα ανάμεσα στους ανθρώπους με τους άλλους και με τον ίδιο τον εαυτό τους. Ας πάμε σιγά σιγά στη Μέδουσα.

Σε μια από τις εκδοχές του μύθου, η Μέδουσα πριν την δραματική μεταμόρφωση της, ήταν πανέμορφη ιέρεια της θεάς Αθηνάς, έχοντας δώσει όρκους αγαμίας. Κάποια μέρα ο αλαζόνας Ποσειδώνας, τρύπωσε στο ιερό και βίασε τη Μέδουσα. Τούτο το συμβάν εξόργισε την Αθηνά η οποία σε μια κίνηση κατάφωρης και ανεξήγητης αδικίας τιμώρησε το θύμα του βιασμού, μεταμορφώνοντας την σε τέρας. Η καημένη η Μέδουσα υπέφερε μια σοκαριστική μοίρα έκτοτε. Τα άλλοτε πανέμορφα μαλλιά της μετατράπηκαν σε απαίσια φίδια, ενώ το ερωτικό της βλέμμα αντικαταστάθηκε από ένα φρικτό, που όποιος τολμούσε να κοιτάξει πέτρωνε από το φόβο του. Πέτρωνε κυριολεκτικά. Η Μέδουσα καταδικάστηκε σε εξορία σαν ένα απαίσιο, στιγματισμένο ον. Ζώντας σε αφόρητη απομόνωση, πέτρωνε όποιον τη πλησίαζε και του έπαιρνε τη ζωή. Άλλωστε όποιος την αναζητούσε, το έκανε, μόνο και μόνο για να την εξολοθρεύσει.

Πρόσωπο κλειδί στην ενασχόληση μας με το μύθο, είναι η θεά Αθηνά. Ως γνωστόν η Αθηνά δεν είχε μητέρα καθώς ξεπήδησε από το κεφάλι του πατέρα της Δία. Όπως όλα τα πλάσματα που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του μυαλού λοιπόν, είχε τα προβληματάκια της στα ζητήματα της καρδιάς. Και πράγματι δεν φημιζόταν για αρετές που σχετίζονταν με τη θηλυκότητα και τις σχέσεις, ενώ αντίθετα λάτρευε κάθε τι που αφορούσε τη Γνώση. Πιστή σύντροφος των ηρώων στις μάχες εκπολιτισμού, τους βοηθούσε συχνά στην εξολόθρευση σκοτεινών και ενστικτωδών τεράτων.

Πως θα μπορούσαμε όμως να δικαιολογήσουμε, την απαράδεκτη στάση της απέναντι στη Μέδουσα; Άραγε η άδικη τιμωρία, απευθυνόταν στην όμορφη ιέρεια ή μήπως ήταν αποτέλεσμα ζηλοφθονίας και εκδικητικότητας στην αυθαίρετη εξουσία του Ποσειδώνα, απέναντι στον οποίο πιθανά, ήταν αδύνατο να εκφραστεί; Μια έμμεση εκδίκηση μέσω του αντικειμένου της επιθυμίας του. Μια βίαιη επίθεση ίσως στην ομορφιά, που φέρνει κοντά τους ανθρώπους και είναι καταλύτης της συνδεσιμότητας. Μη ξεχνάμε ότι αυτή τη συνδεσιμότητα δε μπορούσε η Αθηνά να απολαύσει, σε ερωτικό επίπεδο τουλάχιστον, ως αιώνια παρθένα.

Με μια τέτοια προσέγγιση, δε μπορούμε παρά να δούμε την Αθηνά και τη Μέδουσα βαθιά συνδεδεμένες. Άλλωστε μόνο ένα τέρας θα μπορούσε να είναι τόσο άδικο απέναντι στο θύμα ενός βιασμού. Η Μέδουσα θα μπορούσε να χρησιμεύσει σα σύμβολο της μοίρας των ευάλωτων μας πλευρών αλλά και της αντιμετώπισης που τους επιφυλάσσουμε εμείς η ίδιοι, όταν τραυματιστούν και εξευτελιστούν. Η ζηλοφθονία μας που αρχικά στρεφόταν απέναντι σε αυτό που είχε τη δύναμη να μας τραυματίσει, συχνά καταλήγει να καταριέται την δική μας ευαλωτότητα. Για παράδειγμα ένα αδικημένο παιδί, που νιώθει αναμενόμενη ζηλοφθονία για τη μοίρα του ευνοημένου του αδελφού, συχνά μαθαίνει να καταδικάζει τη δική του επιθυμία να αγαπηθεί, της αποδίδει τερατώδη, φθονερά χαρακτηριστικά και την εξορίζει στο ασυνείδητο του. Εκεί, αυτό που κάποτε ήταν μια φυσιολογική επιθυμία αγάπης και κατοχής του αγαπημένου προσώπου, έχει μεταμορφωθεί σε ένα τρομερό ανοσιούργημα, που όποιος τολμήσει να το κοιτάξει πετρώνει. Σα να εξοστρακίζουμε στη λήθη, τις εμπειρίες ντροπής και εξευτελισμού των επιθυμιών μας. Οι εμπειρίες αυτές, φορτισμένες με μεγάλο θυμό και ζηλοφθονία γίνονται επικίνδυνες. Το τραύμα, μοιάζει λιγότερο με τραύμα πια και περισσότερο με πυρηνικό όπλο.

Τι απαίσιο πράγμα να στερηθεί κανείς την απλή ικανότητα να τον κοιτάξουν στα μάτια… Η Μέδουσα τώρα πια είναι το σύμβολο της ζηλοφθονίας και της παγερής μοναξιάς που τη συνοδεύει, καθώς είναι αδύνατον να ευεργετηθεί από τη παρουσία του άλλου. Η ζηλοφθονία μας, όσο πιο ασυνείδητη είναι και άρα μη εξουδετερωμένη, τόσο περισσότερο μας στερεί την ικανότητα να θαυμάσουμε, να εμπνευστούμε, να λάβουμε από τον άλλο, καθώς πετρώνει, υποτιμά, υποσκάπτει. Το δίλημμα που μας θέτει φαίνεται αξεπέραστο. Αν πάρω βοήθεια, επιβεβαιώνεται η έλλειψη μου και έτσι έρχομαι αντιμέτωπος με τη ντροπή και το θυμό που συνδέονται με την έλλειψη. Η Μέδουσα μέσα μου, αποκτά ξανά την ελπίδα για συντροφιά και τούτο δεν έχει πιο άμεσο αποτέλεσμα από την υπενθύμιση της φονικής ασχήμιας της.

Ποιος άραγε θα τολμήσει να τη δει και να μας ενημερώσει για το χρώμα των ματιών της; Ο Shakespeare υπέθετε, σύμφωνα με τα λόγια του Ιάγου ότι η ζηλοφθονία είναι ένα τέρας με πράσινα μάτια. Νομίζω, ωστόσο, πως τα μάτια της φρικαλέας Μέδουσας δε θα καταφέρουμε να τα δούμε άμεσα ποτέ. Ίσως μόνο μέσα από το καθρέπτη, που ο Περσέας είχε όταν την αποκεφάλισε. Και πάλι φευγαλέα, χωρίς λεπτομέρειες, μόνο σα σκιές. Διότι τα μάτια της Μέδουσας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι καθρέπτες της καταστροφικής δύναμης της φύσης, όπως εκφράστηκε από τον χωρίς ανάγκη δικαιολογίας βιασμό του χθόνιου Ποσειδώνα. Οι καθρέπτες της οργής της μονόπλευρης Αθηνάς.

Η σωτηρία της Μέδουσας ήταν ο θάνατος της και η τελική μεταμόρφωση της. Ο Μύθος μας ενημερώσει πως κατά τον αποκεφαλισμό της από το αίμα που έσταξε στο έδαφος γεννήθηκε ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο της ελευθερίας της σκέψης και της φαντασίας. Τούτο μας κάνει αισιόδοξους πως αν έχουμε βοήθεια – ο Περσέας είχε τη στήριξη του Ερμή και της Αθηνάς(!), πως αν έχουμε υπομονή με τον εαυτό μας, μπορούμε να απαλλάξουμε τον εσωτερικό μας κόσμο από το τέρας που μας πετρώνει. Το τέρας που χρησιμοποιούσε την ελπίδα ως δικιά του πηγή ενέργειας. Που κρατούσε φυλακισμένο μέσα του, το πανέμορφο άλογο της σύνδεσης του σώματος με το πνεύμα, της γης με τον ουρανό, του ενός με τον άλλο.

Νίκος Ρούσσος – Ψυχολόγος