Υποχονδριακά Πάθη


«Ω θανατηφόρα σιωπηλό, πανδαιμόνιο!», γράφει ο Νίτσε στους Διθυράμβους του Διονύσου. Σα να υμνεί την οριακή στιγμή που ο υποχονδριακός, μόλις ανακάλυψε μια καινούρια ύποπτη ελιά στη πατούσα του, ή έναν παράδοξο ήχο στα σωθικά του, ή έναν απρόσκλητο πόνο στη καρδιά του, ή ένα εξόγκωμα κοντά στο λαιμό του, ή μια ήπια αλλά επίμονη δυσφορία στην ανάσα του, ή απλώς πληροφορήθηκε πως ένας γνωστός του πέθανε αιφνιδιαστικά από μια πολύ ύπουλη ασθένεια. Πριν λίγα λεπτά, η γη γυρνούσε κανονικά, οι καθημερινές υποθέσεις ακολουθούσαν τη ρουτίνα τους, ενώ τα σχέδια για το μέλλον έπαιρναν τη σειρά τους για την επιβίβαση στο τρένο των συνηθειών. Όμως τώρα πια, στο πανδαιμόνιο των βιαστικών συλλογισμών του δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο το σώμα. Ή μάλλον με σιγουριά υπάρχει μόνο ένα κομμάτι του σώματος. Αυτό που νοσεί. Μέσα από τη νοσηρή του λάμψη, αναδύονται εικόνες από λευκές ρόμπες, οδυνηρές μα ανέλπιδες θεραπείες, νεκροκρέβατα, διαθήκες, πόνος, ανημποριά. Ο υποχονδριακός στέκεται σιωπηλός ακόμη και όταν παραπονείται για τα συμπτώματα του. Σιωπηλός επειδή σχεδόν τίποτε δε μπορεί να γλυκάνει την εσωτερική του φασαρία. Σιωπηλός στη δουλειά, στην αναγκαστική βόλτα, στην αυπνία του, στο θάλαμο αναμονής του γιατρού.

Πόσο είναι εύκολο, για τους παρατηρητές να βεβαιώσουν πως όλα αυτά δεν είναι παρά παιχνίδια μιας ξέφρενης φαντασίας! Ή μιας ευαισθησίας που θα πρέπει ο καημένος υποχονδριακός να ξεφορτωθεί- να δυναμώσει! Παράλληλα και η ιατρική τους τελευταίους αιώνες πάλευε να αντιμετωπίσει το περίεργο αυτό φαινόμενο με τα ίδια επιχειρήματα. Ο επιστημονικός λόγος ζυμωνόταν γύρω από τη διαμάχη για το εάν η Υποχονδρία είναι τελικά μια τρέλα, ή μια «νευρική» ασθένεια(ουσιαστικά το ανδρικό ανάλογο της γυναικείας υστερίας). Όσον αφορά την διάγνωση του Υποχονδριακού, ο χειρότερος του φόβος γίνεται πραγματικότητα: στη περίπτωση του η Ιατρική δεν έχει προχωρήσει και τόσο… Από τη πλευρά της ψυχανάλυσης ο Freud παραδέχεται πως η υποχονδρία αποτελεί ένα «ατιμωτικό κενό» στο οικοδόμημα της.

Η παραδόξως κωμική λέξη με την οποία έχουμε καταπιαστεί, είναι προφανέστατα ελληνική και προέρχεται από το σημείο του σώματος στη κοιλιακή χώρα ακριβώς κάτω από τα πλευρικά τόξα. Οι προπάτορες υποχονδριακοί συχνά εκεί εστίαζαν τα σωματικά τους παράπονα. Το ίδιο σημείο περιγράφει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο ως τη κατοικία του ζωικού κομματιού της ψυχής μας που επιθυμεί τα φαγητά και τα ποτά, δε καταλαβαίνει από τις παραινέσεις του ορθού λόγου αλλά ψυχαγωγείται από είδωλα και φαντάσματα, και κάνει τόση φασαρία ώστε ορθά τοποθετήθηκε σε τέτοια απόσταση από το κεφάλι. Παιχνίδι της τύχης ή μια αρχετυπική διαίσθηση, νομίζω πως πράγματι η υποχονδρία σχετίζεται με εκείνο το παιδικό-ζωώδες κομμάτι της ψυχής μας που αγωνιά για την επιβίωση, είναι ζωντανό και θορυβώδες, ψυχαγωγείται ή τρομοκρατείται με φαντάσματα, μερικές φορές δε πείθεται από τα καθησυχαστικά λόγια των γιατρών που εκ των πραγμάτων διακονούν τον ορθό λόγο.

Η υποχονδρία, παρότι από όλους τους φορείς της περιγράφεται ως μια κατάσταση που «σου στερεί τη ζωή», κρύβει ταυτόχρονα μια βαθιά ελπίδα και ανησυχία για την συνέχιση της. Δεν υπάρχει, νομίζω κανένα άλλο άτομο διψασμένο για τις χαρές της αυθόρμητης ζωής, όσο ο υποχονδριακός. Πίσω από τα σφιγμένα χείλη, το αποσυντονισμένο από τις βουερές σκέψεις βλέμμα, το επίμονο μουρμουρητό των συμπτωμάτων και τη παρανοϊκή κατασκόπευση των αισθήσεων, κρύβεται μια σπίθα αιφνιδιαστικά παιδική. Αν κάποιος ήθελε να είναι θεωρητικά συνεπέστερος θα αναλογιζόταν τον όρο παλινδρόμηση. Η Anna Freud, ακολουθώντας το σκεπτικό του πατέρα της, υποστηρίζει πως η υποχονδριακή κατάσταση είναι μια επιστροφή στη σχέση μητέρας- παιδιού, όπου το σώμα είναι η αναπαράσταση του παιδιού ενώ η «μητέρα» αγαπάει και φροντίζει μονομανιακά το αδύναμο πλάσμα. Το σώμα, πραγματικό ή φαντασιωσικό, φορτίζεται ενεργειακά, ακτινοβολεί με τη ναρκισσιστική του απαίτηση, διαμελίζεται και ανασυντίθεται σε κάθε τρομερή ή παρηγορητική ιδέα, εκρήγνυται από θυμό στη παραμικρή παρανόηση, αποκτά το δικαίωμα να φοβάται, αποκτά το δικαίωμα να παραληρεί.

Ο υποχονδριακός, μονίμως αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ιδιαιτερότητα του και τη κοινή ανθρώπινη μοίρα. Στη πένθιμη απολογία του, άλλοτε βρίσκει ένα μεγαλειώδες προσωπικό νόημα στην ατυχία του να υποφέρει τόσο βάναυσα- πιθανόν είναι μια μορφή τιμωρίας όπως του Προμηθέα. Άλλοτε αποδέχεται τη συμμετοχή του στην ευαλωτότητα του ανθρώπινου όντος «- Γιατί να είμαι κάτι ιδιαίτερο; Τόσοι και τόσοι δεν αρρωσταίνουν»; Ο Kohut μας προσφέρει μια ιδιαίτερη οπτική πάνω σε αυτό το θέμα, υποστηρίζοντας πως η υποχονδρία πιθανόν να είναι ένα σύμπτωμα του φόβου της ψυχικής κατάρρευσης. Μια αλληγορία της αποσύνθεσης του εαυτού μπροστά στις πρωτόγονες μη απαντημένες μας ανάγκες να αποκτήσουμε μια υγιή αυτό-εικόνα μέσα από το καθρέφτισμα της προσωπικής μας αξίας και της συμμετοχής σε μια σημαντική ανθρώπινη κοινότητα. Ο υποχονδριακός λοιπόν είτε σταυρώνεται ως θεός, είτε αποτελεί μια σταγόνα ασημαντότητας στον αιώνιο πόνο. Και στις δύο περιπτώσεις το μαρτύριο του, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.

Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η σχέση του με το ιατρικό προσωπικό. Από τη μία πλευρά μεγάλες προσδοκίες και από την άλλη μεγάλες αμφιβολίες. Ο γιατρός(και εδώ η Ιατρική έχει μια κάποια ευθύνη) ορίζεται ως ο παντοδύναμος Άλλος που θα προσφέρει βέβαιη ανακούφιση. Παρά τις διαβεβαιώσεις, σύντομα ο υποχονδριακός, πεισμένος από την αμεσότητα και επιμονή των ισχυρισμών του σώματος του, υποψιάζεται πως ο γιατρός δε μπορεί να γνωρίζει τα πάντα. Και καλόπιστα θα σκεφτεί ο γιατρός «μα πως να θεραπεύσω μια ασθένεια που δεν υπάρχει;» Και καλόπιστα θα σκεφτεί ο υποχονδριακός «μα πως μπορώ να πιστέψω σε μια βεβαιότητα που δεν υπάρχει;». Κανείς δε μπορεί πια να καθρεφτίσει τον άλλο. Ούτε ο ασθενής με τη καλυτέρευση του το γιατρό, ούτε ο γιατρός με τη σοφία του τον ασθενή. Ο αμοιβαίος θυμός φορτίζει τις υποχονδρίες εκατέρωθεν. Ανταγωνιστικές υποχονδρίες που αναζητούν μια νικητήρια διάγνωση.

Άραγε όμως, τι σχέση να έχει η εμμονική ανησυχία για την υγεία με το θυμό; Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όπου υπάρχει η μία, υπάρχει και ο άλλος. Στη συντροφιά ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο στρόβιλο της υποχονδριακής αμφιβολίας, είναι σχεδόν αδύνατον να μη θυμώσουμε. Ίσως η οργή προκύπτει από την αδυναμία μας να σχετιστούμε ουσιαστικά με εκείνον. Ίσως είναι η διαίσθηση ότι για τον υποχονδριακό δεν είσαι πια πρόσωπο αλλά ένα ανθρωπόμορφο γραμμόφωνο που επαναλαμβάνει ασήμαντες διαβεβαιώσεις. Ίσως η ένταση του αντι- ηρωισμού του παραιτημένου πάσχοντα, ενεργοποιεί εναντιοδρομικά σε εμάς μια ηρωική ορμή- οφείλεις ως μαινόμενος Ηρακλής να κόψεις όλα τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Ίσως πάλι, η οργή του ίδιου του υποχόνδριου, τόσο καλά απ- ανθρωποποιημένη(μετουσιωμένη σε μικρόβια, όγκους, νυστέρια κτλ), αναζητά τον εξανθρωπισμό της, μέσα από εσένα. Δυστυχώς η παγίδα είναι μεγάλη. Ο οργή επιστρέφει στον υποχονδριακό χωρίς ιδιαίτερο μεταβολισμό, καθώς και εκείνος στα μάτια μας έχει μεταμορφωθεί σε κάτι μη ανθρώπινο: ένα ανθρωπόμορφο γραμμόφωνο που επαναλαμβάνει ασήμαντες ανησυχίες.

Και αν τελικά ο υποχόνδριος δεν αναζητά κάποιον να τον θεραπεύσει; Αν τα πάθη του, δε χρειάζονται μια παντοδύναμη Αρχή να τα σβήσει στην ψευδή βεβαιότητα της αιώνιας συνέχισης της ζωής αλλά μια ανθρώπινη παρουσία να τα δεχτεί με αγάπη και σεβασμό ώστε να εξανθρωπιστούν; Αν το ζητούμενο δεν είναι μια ερμηνεία που έτσι και αλλιώς με ευκολία απορρίπτει, αλλά η υποδοχή με καλοσύνη και μια κάποια ελπίδα, της αφήγησης του; Σίγουρα ο Δαρβίνος ή ο Φιτζέραλντ ή ο Βολτέρος ή ο Προυστ ή ο Κάφκα(και τόσοι άλλοι) επιβίωσαν δημιουργικά, παρά τις διαμελιστικές και καταδιωκτικές τους υποχονδρίες. Η παιδική, οργιώδης ζωντάνια που λέγαμε παραπάνω ίσως δεν αναζητά λοιπόν, μια βέβαιη διάγνωση να διώξει τα δαιμόνια. Ίσως απαιτεί να παίξει με τα δαιμόνια- οσοδήποτε επίπονο και αν είναι αυτό. Ίσως αναζητά μια θέση στο κόσμο, ή έναν κόσμο για να βρει μια θέση.  Ίσως ο υποχονδριακός είναι ο ίδιος ένα σύμβολο του θανάτου και της αναγέννησης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του άλλωστε πεθαίνει αρκετά συχνά…

Παρόμοια ήταν και η μοίρα του μικρού Διόνυσου. Διαμελισμένος, χωρίς μητέρα, με τρελές γυναίκες για συνοδεία, παντού τον κοιτούσαν με καχυποψία, παντού τον κυνηγούσαν. Αλλά και πόσο φριχτή η μοίρα σε όσους δεν τον καλοδέχονταν. Πόση τρέλα και θάνατος περίμενε, όσους υποτιμούσαν αυτή την οργιαστική, ανανεωτική, γεμάτη ζωή μεθυστική παρουσία. Ο Διόνυσος είναι ο Θεός που έρχεται. Κάμποσο ναρκισσιστής τιμωρός μα και κάμποσο γενναιόδωρος. Πάντοτε απαιτητικός και πάντοτε ξένος. Από τη στιγμή που θα φτάσει όλα αλλάζουν. Όλα τελειώνουν. Για τον Ηράκλειτο, να μη ξεχνάμε ο Διόνυσος και ο Άδης είναι το ίδιο πράγμα. Μέσα σε κάθε υποχόνδριο ίσως υπάρχει ένας Διόνυσος που μονίμως μας υπενθυμίζει πόσο κοντά είναι η δημιουργία με τη καταστροφή. Πόσο κοντά το χτυποκάρδι του Έρωτα με την αρρυθμία. Πόσο κοντά η ανοησία με το νόημα.

 

από το Νίκο Ρούσσο


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *