Το χαμένο ραντεβού


Όταν κοίταξα το ρολόι ήταν ήδη και δέκα. Μου έκανε βέβαια, εντύπωση που καθυστέρησε, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Το βλέμμα μου έψαξε διερευνητικά το κουτάκι με τα χαρτομάντιλα. Ένιωσα μια παράξενη ανησυχία πως έχουν τελειώσει και πως θα ήταν άκομψο να μη μπορώ να του προσφέρω κάτι να σκουπίσει τα δάκρυα του. Πήγε και τέταρτο. Σηκώθηκα να ξεπιαστώ λίγο και είδα από το παράθυρο τον ουρανό που είχε για τα καλά συννεφιάσει. Δεύτερη ανησυχία ήταν πως δεν είχα ομπρέλα και μετά το ραντεβού θα έπρεπε να φύγω. Ήταν πια σαφές, πως βασική προτεραιότητα για εκείνη την ημέρα, ήταν για μένα η αντιμετώπιση της υγρασίας.
Όταν πήγε πια και είκοσι, σκέφτηκα σοβαρά ότι ήταν πιθανό να μην έρθει. Ομολογώ πως δε το περίμενα, διότι στη προηγούμενη και πρώτη μας συνάντηση φαινόταν αποφασισμένος να συνεχίσει. Στα πενήντα μου, πίστευα πως μπορούσα από τη διαγνωστική συνέντευξη ήδη, αν μη τι άλλο να αναγνωρίζω το κίνητρο για προσωπική αναζήτηση του ανθρώπου που έχω απέναντι μου. Επιστρατεύοντας την απλή σοφία πως η ανθρώπινη ατομικότητα είναι πρακτικά απρόβλεπτη, προσπάθησα να παρηγορήσω τον εαυτό μου. Του υπενθύμισα επίσης, πως μετά από 20 χρόνια εμπειρίας στη ψυχοθεραπευτική δουλειά, είναι κουτό να είσαι αλαζόνας.
Καθώς περνούσε η ώρα, άνοιξα ένα βιβλίο που έχω σχεδόν πάντοτε δίπλα μου για να καθαρίζω το μυαλό μου ανάμεσα στα ραντεβού. Ενώ τα μάτια μου προσπαθούσαν να βάλουν σε κάποια σειρά τις λέξεις που είχαν μπροστά τους, ήδη εγώ ονειροπολούσα τις λεπτομέρειες του πρώτου μας ραντεβού.
Από τη τηλέφωνο μου έκανε εντύπωση το όνομα του. Πενθέρωτας. Θα ήταν αναξιοπρεπές να μη παραδεχτώ πως δε μου πέρασε από το νου, ότι κάποιος μου κάνει πλάκα. Με τα ονόματα των ανθρώπων κανείς πρέπει να είναι προσεκτικός. Ρωτήστε ένα οποιοδήποτε παιδί του δημοτικού. Ήταν, λοιπόν, ένας ψηλός, καστανός νέος άντρας γύρω στα 30. Το χαμόγελο του ήταν μισό, πασπαλισμένο όμως με μπόλικη ευγένεια. Κάθισε στο καναπέ σαν αποκαμμωμένος από μια εξαντλητική ημέρα. Τα μάτια του ήταν θολά, όμως κανείς θα μπορούσε να δει ή να διαισθανθεί ακόμη μια φλόγα. Ξεκίνησε να μιλά:
-Ξέρετε, νιώθω ότι έχω χάσει τη ψυχή μου. Για την ακρίβεια, δε γνώριζα ότι είχα μια προτού τη χάσω.
Ίσως και να είχα γουρλώσει λίγο τα μάτια, ακούγοντας τις πρώτες του λέξεις. Ένα από τα πιο σπάνια πράγματα που συζητιούνται στις μέρες μας, στα γραφεία των ψυχολόγων, είναι η ψυχή. Συνέχισε.
-Είναι αφόρητο να ζεις χωρίς τη ψυχή σου. Δεν είσαι καν θλιμμένος. Είναι σαν ένα διαρκές ταξίδι που απλώς μεταφέρεις το υπόλοιπο κορμί σου σε ξεχωριστές αποσκευές από το μυαλό.
-Και ποιος είναι ο προορισμός, ρώτησα χωρίς να είμαι πολύ σίγουρος γιατί.
Με κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Ήταν το επιεικέστερο που θα μπορούσε να κάνει. Προφανώς διαισθάνθηκε τη πρόωρη και παράνομη πρόθεση μου να μιλήσουμε για κάτι πιο “πραγματικό”. Καταφανώς είχα ξεχάσει τα λόγια του Wilfred Bion, ο οποίος είχε προειδοποιήσει ότι “η πιο αγνή μορφή του να ακούς, είναι χωρίς επιθυμία ή ανάμνηση”. Αν με ρωτήσει κάποιος θα πω, πως είναι αδύνατον να φτάσει κανείς σε εκείνο το σημείο, όμως εγώ με την ανόητη ερώτηση μου ήμουν χιλιόμετρα μακριά από τα λόγια του προαναφερθέντος. Ευτυχώς ο Πενθέρωτας συνέχισε να μιλά για το θέμα που τον απασχολούσε.
-Είναι δυνατόν κάτι να αποδεικνύει την ύπαρξη του μόνο μέσα από την απουσία του; Είναι κάποιο είδος τιμωρίας; Είναι καπρίτσιο; Και σε κάθε περίπτωση, πως ξαναβρίσκεις τη ψυχή σου από τη στιγμή που την έχασες;
Ακούγοντας τον, το μυαλό μου βομβαρδιζόταν από κάθε λογής σκέψη. Από τη σαμανιστική αντίληψη πως κάθε ασθένεια είναι μια “απώλεια ψυχής” (soul loss για όποιον θέλει να το γκουκλάρει), έως τους επιλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης. Προτίμησα να μη μιλήσω.
-Θα σκέφτεστε πως έχω κατάθλιψη και στ’ αλήθεια δεν έχω καμιά αντίρρηση σε αυτή τη διάγνωση. Και προς θεού, μη φανταστείτε πως σοβαρά πιστεύω πως μέσα μου κατοικούσε ένα μεταφυσικό ον. Όμως αυτή η κατάθλιψη, ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τη, με έκανε να νιώσω πως κάτι λείπει. Πως κάτι σημαντικό που υπήρχε πριν τώρα με εγκατέλειψε.
Αποφάσισα να μείνω στην αλληγορία του. Τον ρώτησα με κάθε σοβαρότητα να μου περιγράψει πως φαντάζεται ότι μοιάζει η ψυχή.
-Χμμ… Δυσκολεύομαι να σκιαγραφήσω μια μορφή. Τη διαισθάνομαι σαν ένα διαμεσολαβητή ανάμεσα σε εμένα και τα πράγματα ή τους ανθρώπους. Ή ακόμη ανάμεσα σε εμένα και τις σκέψεις μου, τα όνειρα μου, τις αναμνήσεις μου. Μια δύναμη που οι περισσότεροι θεωρούμε αυτονόητη η οποία συνδέει με νόημα το ένα με το άλλο…
Τα λόγια αυτού του παράξενου νεαρού άντρα, με έκαναν για πρώτη φορά στη ζωή μου να αποκτήσω έναν κατανοητό ορισμό, που να αποδέχεται η ξεροκέφαλη λογική μου, για τη ψυχή. Δηλαδή- σκεφτόμουν με ελάχιστη πια δυσπιστία- η ψυχή είναι αυτό που λέμε αγάπη; Ή ακριβέστερα, η ψυχή τελικά είναι το ανθρώπινο αφήγημα για την προίκα που μας αφήνει η αγάπη, την ικανότητα μας δηλαδή να συνδεθούμε μεταξύ μας, εσωτερικά και εξωτερικά;
Πριν με καταπιεί η περιέργεια για τη καινούρια μου ανακάλυψη, ακολουθήσαμε πρόθυμα και οι δυο τη γνωστή αναγκαιότητα της πρώτης συνέντευξης και μιλήσαμε για την ιστορία του. Με άνεση μυθιστοριογράφου μου περιέγραψε τα ακόλουθα: ήταν ορφανός. Μεγάλωσε με ανάδοχες οικογένειες που του φέρθηκαν αξιοπρεπώς(το αξιοπρεπώς είναι πάντοτε ύποπτη λέξη για ζητήματα όπως η ανατροφή). Δε γνώρισε ποτέ τους βιολογικούς του γονείς, ούτε κανέναν άλλο συγγενή. Η ιστορία που έχει ακούσει για εκείνους, ζουμερή συμβολικά είναι ότι λίγο πολύ, οι γονείς του υπήρξαν διασημότητες της εποχής τους, ενώ δεν υπήρξαν ποτέ ένα κανονικό ζευγάρι. Ποτέ, σε καμιά από τις ιστορίες που έλεγαν οι άνθρωποι για εκείνους δεν αναφέρθηκε πως απέκτησαν παιδί. Ο πατέρας του λεγόταν Νάρκισσος και η μαμά του Ηχώ. Ο πρώτος ήταν ένας αξιοζήλευτα όμορφος άντρας ενώ η δεύτερη ένα πρώτης τάξεως, μαζοχιστικό θύμα. Όταν η Ηχώ ανακοίνωσε στο Νάρκισσο πως ήταν έγκυος, έκανε πως δεν άκουσε. Φήμες λένε δε, πως ακόμη και στους κοντινούς του ανθρώπους δε παραδεχόταν πως είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή μαζί της. Απογοητευμένη η Ηχώ από την αντίδραση του δε ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό(ή για κάτι άλλο) και εγκατέλειψε το νόθο παιδί της στα σκαλιά ενός ξακουστού ορφανοτροφείου της εποχής.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία, να αναρωτηθεί κανείς για τα κοινά μοτίβα. Τις περισσότερες φορές είναι προφανή, απλά σχεδόν πάντοτε σε κάποιον άλλο και σχεδόν ποτέ σε εμάς του ίδιους. Η ψυχοθεραπευτική μου απατεωνιά, οδήγησε αθώα τη συζήτηση στο ζήτημα της εγκατάλειψης.
-Ναι. Καταλαβαίνω που το πάτε, όταν μου λέτε πως μιλούσα για τη ψυχή σα μια γυναίκα που με εγκατέλειψε. Και πράγματι με κάποια προσπάθεια μου είναι κάπως βατό να φανταστώ το τεράστιο τρόμο ενός βρέφους που εγκαταλείπεται από τη μητέρα του.
Αχ αυτό το εγκαταλελειμμένο παιδί. Ουρλιάζει μέσα μας με το σπαρακτικό του κλάμα, ειδοποιώντας μας, πως επειγόντως χρειάζεται ζεστασιά. Δεν είναι ανάγκη κανείς να έχει μια τόσο ιδιαίτερη ιστορία, όπως αυτή του Πενθέρωτα για να το κατανοήσει. Θα το έχει νιώσει αναμφίβολα στην ανακοίνωση μια σοβαρής ασθένειας, στην ανακοίνωση ενός σοβαρού χωρισμού, στην ανακοίνωση ενός σοβαρού εφιάλτη. Το παιδί αυτό μας παίρνει από πίσω επίμονα, στα όνειρα και τα συμπτώματα μας και εμείς το διώχνουμε με σωρό βρισιές και κατάρες. Και είναι αλήθεια πως αυτό το αχόρταγο πλάσμα δεν ωριμάζει με τίποτα. Μεταξύ μας, ούτε με πάμπολλες ώρες ψυχοθεραπείας. Το μόνο που ίσως αλλάζει, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη σχέση μας μαζί του όταν διαμαρτύρεται. Και μαθαίνοντας να αντέχουμε το αβάσταχτο ουρλιαχτό του ταυτόχρονα μαθαίνουμε να είμαστε άνθρωποι, όσο κανένα ευφυές βιβλίο δε μπορεί να μας διδάξει. Όσο κανένα ανατρεπτικό απόφθεγμα. Διότι τούτο το καταραμένο πλάσμα, είναι μπελάς αλλά ταυτόχρονα η μόνη ελπίδα για το μέλλον και την αλλαγή. Για να το πω καλύτερα, η μόνη μας ελπίδα να ακολουθήσουμε το δικό μας μέλλον, όποιο και αν είναι αυτό.
Προς το τέλος της συνεδρίας υπάρχουν πάντοτε δύο ενδεχόμενα. Ή να συζητηθούν τα πιο σοβαρά ζητήματα και η έλλειψη του χρόνου να αφήσει πολλά απαραίτητα ερωτηματικά να αιωρούνται ή απλά να επισημοποιηθεί ένας προαποφασισμένος γάμος. Στη περίπτωση του Πενθέρωτα, βέβαια δεν έγινε σχεδόν καμιά κίνηση προς την εύρεση της ψυχής του, ωστόσο πιθανόν άνοιξε τα αυτιά του στα κλάματα του εγκαταλελειμμένου βρέφους που άφησε εκείνη φεύγοντας. Είδα στο χαμόγελο του που ήταν λιγότερο ευγενικό και περισσότερο “γεμάτο” από πριν(πιθανή δική μου αισιοδοξία) πως χρειαζόταν να μοιραστεί με κάποιον το ταξίδι του.
Λίγο πριν αναλωθούμε στις μέριμνες για τα πρακτικά, αλλά ουσιώδη ζητήματα φροντίδας της σχέσης μας, πχ ο χρόνος, η αμοιβή, οι ακυρώσεις κτλ, τον ρώτησα γιατί επέλεξε να δει εμένα.
-Αυτό είναι κάτι που προτιμώ να μείνει προσωρινά μυστηριώδες. Ίσως το καταλάβετε την επόμενη φορά.
Ο πόλεμος σα φαινόμενο που δεν αφήνει αμόλυντες τις σχέσεις, δε μου είναι κάτι άγνωστο και συνεπώς δεν έδειξα τη περιέργεια μου. Θα μπορούσε να πει ένα ψέμα, αλλά το να μην αποκαλύψει την αλήθεια ένιωσα πως αποτελούσε τακτική ενός παιχνιδιού που θα είχαμε το χρόνο να το παρατηρήσουμε με ασφάλεια να ξετυλίγεται στις συζητήσεις μας.
Η ώρα είχε πάει ήδη παρά εικοσιπέντε. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία πως δε θα εμφανιζόταν. Τα χαρτομάντιλα μου, ήταν αρκετά και ο καιρός αποφάσισε να μη με μουσκέψει. Σηκώθηκα να κλείσω, αργά τα παντζούρια και σκεφτόμουν πόσο έξω είχα πέσει. Δεν ήταν κανένα τρικ το ότι δε μου είπε το λόγο της επιλογής μου. Η απουσία του ήταν η απάντηση σε αυτό. Μετά από μισή ώρα, δε είχα σκεφτεί να κοιτάξω το ημερολόγιο και στην ώρα που εγώ ονειροπολούσα, δεν υπήρχε σημειωμένο κανένα ραντεβού. Πήγα αργά, αργά ξεφυλλίζοντας στη προηγούμενη εβδομάδα. Πουθενά το όνομα Πενθέρωτας…
Η απουσία του φανταστικού μου πελάτη, μου έδωσε μισή ώρα να μείνω ακίνητος με τον εαυτό μου. Να ονειροπολώ κάτι που δεν έγινε ποτέ αλλά που ίσως ήταν το πιο σημαντικό για εμένα προσωπικά, από όσα με έπεισαν πως έγιναν εκείνη την ημέρα. Ο Πενθέρωτας ήταν όνειρο, καλλιτεχνική δημιουργία, παραίσθηση; Ποιος ξέρει; Ήρθε για τα καλά στη ζωή μου. Πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκω χρόνο κάθε εβδομάδα για να τον δω. Πρέπει να ανησυχώ όταν δεν ενημερώνει πως δε θα έρθει στα ραντεβού του. Πρέπει να μοιραστώ τις περιπέτειες του για την αναζήτηση της ψυχής. Πρέπει να είμαι πανέτοιμος για τα μυστήρια του.

Νίκος Ρούσσος – Ψυχολόγος