Σκόρπιες σκέψεις για τη “ρατσιστική εμπειρία”


*Ο παραπάνω πίνακας ονομάζεται “Ειδομένη” και τον έχει φιλοτεχνήσει ο Σταύρος Αποστόλου

Νομίζω, πως μια από τις ευεργετικότερες στιγμές της παιδικής μας ζωής, είναι εκείνες όπου σε μια οικογενειακή γιορτή, ένα κατάκοπο παιδί αποχωρεί να κοιμηθεί, ακούγοντας από το δωμάτιο του τα χαχανητά και τα ακατανόητα γουργουρητά των διαλόγων των ενηλίκων που διασκεδάζουν. Μέχρι να το πάρει ο ύπνος, στη ζεστασιά της χαρούμενης ατμόσφαιρας, συνήθως νιώθει να ανήκει και ταυτόχρονα να μην ανήκει στη παρέα. Προσπαθεί να φανταστεί τι συζητιέται αλλά την ίδια στιγμή αφήνεται με ασφάλεια στην αδιαφιλονίκητη νύστα του. Αναγνωρίζει το Άλλο(πχ τον κόσμο των ενηλίκων), όχι με το άγχος του παιδιού που ακούει καβγάδες, ούτε με το τρόμο που ξυπνά το ενδεχόμενο να εξαφανιστεί από το νου των ανθρώπων που το αγαπάνε. Τέτοιες στιγμές, το Άλλο με τις διαφορετικές του ανάγκες και αντοχές και συνήθειες και διασυνδέσεις, δεν είναι μια απειλή. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος, ανοιχτός στη φαντασία, γαργαλιστικός όπως η περιέργεια και ταυτόχρονα ασφαλής. Στη θέαση αυτού του κόσμου, κανείς μπορεί να σκέφτεται ελεύθερα, και συνεπώς να ξεκλειδώσει τις αναπτυξιακές του φάσεις χωρίς το φόβο της κατάρρευσης. Το παιδί, φαντασιωσικά, αφήνεται να ταξιδέψει στη δική του ενηλικίωση και ταυτόχρονα αποδέχεται χαλαρώνοντας τη περιορισμένη αντοχή του – δείγμα της ευαλωτότητας του στο παρόν.

Η “ρατσιστική εμπειρία”, όπως χρησιμοποιείται σε αυτό το άρθρο αναφέρεται σε μια από τις εκδοχές των τρόπων που σχετιζόμαστε με το Άλλο είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο, είτε σε ενδοψυχικό. Το Άλλο, λοιπόν θα μπορούσε να είναι ένας πρόσφυγας που αναδύεται μουσκεμένος από τα νερά του Αιγαίου, είτε ένα ασυνείδητο περιεχόμενο που αναδύεται στεγνό στα μουσκεμένα όνειρα μας. Για παράδειγμα μια μεσήλικη γυναίκα που έζησε τη ζωή της με φοβερή καταστολή των παρορμήσεων της, ονειρεύεται ότι σε ένα σταυροδρόμι παίρνει “λάθος” δρόμο και καθώς προχωρά τρομοκρατημένη συναντά μια ομάδα τσιγγάνων που πλησιάζοντας την κάνουν να ξυπνά από φόβο. Στη συζήτηση μας, οι τσιγγάνοι αντιπροσωπεύουν σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας, την εντελώς παρορμητική ζωή. Εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ότι η συγκεκριμένη συνάντηση είναι στη πραγματικότητα μια ευκαιρία της να αλληλεπιδράσει με μια δική της ψυχική δυνατότητα που τόσο βάρβαρα είχε καταπιεστεί κατά τη διαπαιδαγώγηση της. Ο ξεκάθαρος φόβος της, δείχνει το συναισθηματικό φορτίο της “ρατσιστικής εμπειρίας”, όπου αυτόματα πληροφόρησε το ψυχικό της σύστημα για κίνδυνο, εκεί που ενδεχομένως υπήρχε μόνο μια ευκαιρία εμπλουτισμού της ζωής. Λίγη “τσιγγάνικη ελευθερία” θα ήταν μια θεραπευτική εμπειρία για την ίδια, όπως παραδέχτηκε παρακάτω στη θεραπευτική δουλειά.

Το Άλλο είναι πάντοτε μια πηγή άγχους καθώς μας υπενθυμίζει, ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι. Ότι έχουμε ανάγκη κάτι ή κάποιον που δε βρίσκεται στον απόλυτο έλεγχο μας. Οι Kerry Kelly Novick και Jack Novick(The Clinical Problem of Masochism, ed. D. Holtzman & N. Kulish. Northvale, NJ: Jason Aronson. Green, A. (1998) )έχουν διατυπώσει δύο συστήματα διαχείρισης του άγχους και επίλυσης των συγκρούσεων. Το πρώτο είναι το ανοικτό σύστημα όπου είναι συντονισμένο με τη πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από την ικανοποίηση, το αίσθημα προσωπικών δυνάμεων και ικανοτήτων και τη δημιουργικότητα. Το δεύτερο είναι το κλειστό σύστημα όπου αποφεύγει τη πραγματικότητα και χαρακτηρίζεται από παιχνίδια εξουσίας, φαντασιώσεις παντοδυναμίας και έλλειψη κίνησης. Για το κλειστό σύστημα δεν υπάρχουν άλλες επιλογές πέρα από το να είσαι θύμα ή θύτης. Το κλειστό σύστημα δεν επιτρέπει λοιπόν κανέναν εμπλουτισμό της εμπειρίας και απαιτεί κλειστά ψυχικά σύνορα. Μια τέτοια στάση νομίζω πως χαρακτηρίζει τη “ρατσιστική εμπειρία”. Είτε πρόκειται για μια διαπροσωπική συνάντηση, είτε για μια ψυχική εξέλιξη το κλειστό σύστημα αποφεύγει να έλθει σε πραγματική επαφή με το Άλλο και προτιμά να παραμείνει “αμόλυντο” στους παλαιούς τρόπους. Χτίζει μια φαντασιωσική ιδανική πατρίδα και οτιδήποτε προσπαθεί να διεισδύσει σε αυτήν είναι επικίνδυνο ή απαιτητικό.

Στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα στη πρώτη παράγραφο, θα ήταν δυνατό να ανακαλύψουμε τα δομικά στοιχεία της διαμόρφωσης ενός ανοικτού συστήματος. Ο εαυτός δεν απειλούνταν από το Άλλο. Αντίθετα μπορούσε να απολαύσει την παράδοση του στη προσωπική ανάγκη και ταυτόχρονα να “παίξει” με το διαφορετικό, να φανταστεί, να συνδεθεί και να αποσυνδεθεί με ασφάλεια, χωρίς να ανησυχεί ότι η αποσύνδεση θα είναι ανεπανόρθωτη. Αντίθετα μια κατακλυσμιαία εμπειρία άγχους, όπως ένας έντονος καβγάς ενηλίκων, αναγκάζει το παιδί σε μια απόσυρση από τη πραγματικότητα, στην φαντασιωσική προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος που οδηγεί σε μια πτήση στη παντοδυναμία μέσα από άκαμπτους αμυντικούς μηχανισμούς όπως παραδείγματος χάριν την άρνηση.

Ο πρόσφυγας, σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας της “ρατσιστικής εμπειρίας” δε μπορεί να γίνει δεκτός για κάμποσους λόγους. Πρώτον, αν παραμείνει ένα άγνωστο και μακρινό Άλλο, η δυστυχία του που γίνεται ορατή και συνεπώς διεισδύει σαν ενδεχόμενο στο δικό μας τρόπο ζωής, δε μπορεί να γίνει δυνητικά δική μας καθώς στα κλειστά σύνορα της ιδανικής και αυτάρκους, μαμάς πατρίδας δε θα μπορούσε να συμβεί μια τέτοια καταστροφή. Δεύτερον, όπως είδαμε παραπάνω κανείς μπορεί να είναι μόνο θύτης ή θύμα. Σε αυτή την εντατική διάκριση, εμείς δε μπορούμε παρά να είμαστε τα θύματα μια βίαιης εισβολής και τούτο μας δίνει το δικαίωμα στην ηθική ανωτερότητα και στην τιμωρία του εισβολέα. Μόνο βιώνοντας τον εαυτό μας σαν θύμα μπορούμε να αποφύγουμε τις ενοχές για την επιθετικότητα ή την αδιαφορία μας. Τρίτον η άρνηση της δικής μας ευαλωτότητας σε ένα παρακμιακό παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, μας αναγκάζει να προβάλλουμε σε εκείνον τις δικές μας επιθυμίες ασφάλειας: Ο πρόσφυγας λοιπόν ήρθε για να πάρει τα δικά μας πράγματα, να κλέψει, να απολαύσει αυτά που δικαιωματικά ανήκουν μόνο σε εμάς. Είναι αλήθεια λίγο κωμικές αλλά πολύ διαδεδομένες απόψεις όπως: “Όλα τα δίνετε στους πρόσφυγες. Για τους Έλληνες δεν έχετε τόση ευαισθησία”. Αν κανείς ακούσει προσεκτικά, νομίζω πως μπορεί να διακρίνει ομοιότητες με το παιδικό μοιρολόι στην γέννηση ενός μικρότερου αδελφού και στις αιμοσταγείς ιδιότητες που αποδίδονται φαντασιωσικά στο τρομακτικό αυτό πλασματάκι.

Η “ρατσιστική εμπειρία” είναι από ότι φαίνεται ένας αμυντικός ψυχικός ελιγμός που κρύβει ένα βαθύ συναίσθημα φόβου. Η προσπάθεια ξεπεράσματος του φόβου μέσα από το πρίσμα του κλειστού συστήματος, γίνεται με άρνηση της πραγματικότητας που προφανώς απαιτεί διάσχιση(splitting). Ο κόσμος χωρίζεται σε στρατόπεδα. Εμείς και οι άλλοι. Καλοί και κακοί. Καθαρό και βρώμικο. Η ψυχική ένταση που δημιουργείται είναι τεράστια και συνεπώς κανείς πρέπει να μισεί και να υποτιμά οτιδήποτε βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Η ένταση αυτή εκτονώνεται μόνο με βία, είτε αυτή αφορά πραγματικές επιθέσεις, είτε αναφέρεται στην αποσύνδεση και τη συναισθηματική ψυχρότητα. Πόσο συχνά ακούμε σήμερα για το σεβασμό στα πάθη των προσφύγων, αλλά ταυτόχρονα και στο πόσο αναγκαίο είναι να είμαστε ρεαλιστές. Ο ρεαλισμός αυτός, δεν είναι μια υπεύθυνη ενήλικη στάση, όπως συχνά μεταμφιέζεται. Είναι άλλη μια μορφή της βίας που αναφέραμε παραπάνω. Μια υπολογιστική ψυχρότητα, που υποτιμά σαν υποδεέστερο οτιδήποτε συναισθηματικό, ενώ στην ουσία η ίδια είναι μασκάρεμα ενός παραλυτικού φόβου.

Στην Αναλυτική Ψυχολογία, του Jung, η λεγόμενη Σκιά, αποτελεί την αποθήκη απαράδεκτων ψυχικών περιεχομένων που έρχονται σε αντίθεση με την Περσόνα μας- δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που μας αποδίδουν κύρος και συνεπώς αίσθηση προσωπικής αξίας. Η Σκιά μέσα από μια εσωτερική διαδικασία αποδιοπόμπευσης, αποσύρεται στη στέπα του ασυνείδητου. Από εκεί λειτουργεί κρυφά με διάφορους τρόπους, εν μέρει πιέζοντας στα πλαίσια της ψυχικής εναντιοδρομίας να σπάσει τα σύνορα και να συνειδητοποιηθεί. Η “ρατσιστική εμπειρία” με την αποσυνδετική της λειτουργία φροντίζει να μη συμβεί ποτέ αυτή η συνειδητοποίηση και προθύμως χρησιμοποιεί την αποδιοπόμπευση κατά το δοκούν. Νάνοι, τρελοί, μετανάστες, γκέι και άλλοι, κουβαλούν τη Σκιά μας, μέσα από το μηχανισμό της προβολής. Τους αποδίδονται στοιχεία που δεν είναι δυνατό να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας. Φορτωμένοι λοιπόν, όλη αυτή τη σαβούρα γίνονται επικίνδυνοι στα μάτια μας. Γίνονται λεπροί. Δεν επιτρέπεται να τους αγγίξουμε. Και όσο μεγαλώνει η αποσυνδετική “ρατσιστική εμπειρία” είναι αδύνατο να συνδεθούμε με τις ενδεχόμενες αναζωογονητικές πλευρές της δικής μας Σκιάς που έχουμε τόσο απομακρύνει. Το μπλοκάρισμα της δυνατότητας διασύνδεσης, λοιπόν, με δικές μας -πιθανόν ξεχασμένες- εμπειρίες, με δικά μας συναισθήματα και παρορμήσεις, είναι αναγκαστικά περιοριστικό και δε προσφέρει καμιά ευκαιρία εκτόνωσης και δημιουργίας νέων νοημάτων. Η ψυχή μας καταδικάζεται σε έναν αφόρητο συντηρητισμό με μικρή ανοχή σε νέες αντιδράσεις και βιώματα.

Αν μπορούσαμε να εφεύρουμε έναν όρο που θα είχε κάποιο κλινικό ενδιαφέρον, θα μιλούσαμε για την ανάγκη περισσότερης “ψυχικής δημοκρατίας”. Αυτή η δημοκρατία θα φρόντιζε για την ισότιμη έκφραση των διαφορετικών μας αναγκών, για την ανοχή και το containment διαφορετικών και συγκρουόμενων συναισθημάτων, για την περίφημη αντοχή απέναντι στην αμφιθυμία. Τούτο, ταυτόχρονα θα σήμαινε την απελευθέρωση και ενδυνάμωση μιας στάσης περιέργειας απέναντι στο Άλλο. Η περιέργεια και η επιθυμία για μάθηση, δε μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα σε ένα περιβάλλον φόβου κατάρρευσης. Είτε αυτό αφορά κοινωνικά περιβάλλοντα, είτε ψυχικά τοπία, η υπερβολική χρήση κατασταλτικών μηχανισμών απομειώνει και δεν εμπλουτίζει.

Τούτο το εισαγωγικό άρθρο γράφτηκε, με πλήρη επίγνωση πως μπορώ εύκολα(και ενδεχομένως δίκαια) να κατηγορηθώ για ψυχολογισμό, σε ένα θέμα που προφανώς έχει πολιτικές, ιστορικές και οικονομικές πλευρές. Σε καμιά περίπτωση δεν επιχειρήθηκε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του φαινομένου του ρατσισμού. Αντίθετα έγινε προσπάθεια να αναδειχθούν κάποιες πλευρές του ρατσιστικού βιώματος, κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Σε συνέχεια αυτού του θέματος, δουλεύουμε με τον συνάδελφο Θοδωρή Δρούλια, μια προσπάθεια προσέγγισης του έργου του Δ. Σολωμού “Η γυναίκα της Ζάκυθος” που- μεταξύ άλλων- αναφέρεται και στην “ρατσιστική εμπειρία” μέσα σε ένα πιο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως είναι σημαντικό, η ψυχολογία(ακόμη και η κλινική) να μη παραμένει βουβή απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δικαιούται να αναπτύξει τη περιέργεια της και για φαινόμενα που ανήκουν έξω από το θεραπευτικό δωμάτιο(αν και όχι μόνο).

Νίκος Ρούσσος – Ψυχολόγος