Ήταν ένας μικρόσωμος ζαρωμένος ανθρωπάκος με κάτι χάλκινους κρίκους περασμένους στα πόδια, που τόσα χρόνια που τους κουβάλαγε είχαν γίνει ένα με το δέρμα του, είχαν πάρει ακόμα και το ίδιο χρώμα με αυτό. Δεν τους αισθανόταν πια, όχι όπως τον πρώτο καιρό τουλάχιστον. Μόνο καμιά φορά, αν σκόνταφτε σε κάποιο σπασμένο τσιμεντάκι στο δρόμο, τους ένιωθε με το τράβηγμα του ποδιού του ή άκουγε το κροτάλισμά τους κι αυτό του θύμιζε την ύπαρξή τους.
Περπατούσε σκυφτός στους δρόμους και σε ένα πουγκί, που είχε πάντα κρεμασμένο στον αριστερό του ώμο, φύλαγε την πραμάτειά του. Ήταν κάτι μικρές, ακανόνιστες σε σχήμα πετρούλες, διαφόρων μεγεθών και είχαν μια λάμψη τόσο εκτυφλωτική που δύσκολα μπορούσες να αντιληφθείς τι χρώμα τελικά είχαν. “Βραχάκια χαρίζω, όλων των ειδών!”, ψιθύριζε ο ανθρωπάκος και η φωνή του ήταν τόσο χαμηλή που μόνο όσοι είχαν ήδη τα δικά τους βραχάκια τον άκουγαν και τον καταλάβαιναν… μα αυτοί ήταν ελάχιστοι και δεν είχαν ανάγκη να πάρουν τα δώρα του. Όλοι οι υπόλοιποι όμως, έβλεπαν απλώς έναν άνθρωπο να ανοιγοκλείνει το στόμα του δείχνοντας το πουγκί του χωρίς να καταλαβαίνουν τι λέει και όταν τον πλησίαζαν κατέληγαν να του φώναζαν εκνευρισμένοι γιατί δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυτό που πούλαγε και γιατί δεν ήξεραν τι να το κάνουν (τι χρησιμότητα είχε!). Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι τα βραχάκια του δεν τα πούλαγε μα τα χάριζε.
Περπατούσε ατελείωτα στους δρόμους και στο τέλος της μέρας γύρναγε στο σπιτάκι που είχε φτιάξει μέσα στον κορμό ενός τεράστιου πλατανιού. Δεν ήταν πολύ μεγάλο το σπιτάκι του, μα ο ανθρωπάκος μας έτσι μικροκαμωμένος όπως ήταν μια χαρά είχε βρει τον τρόπο να βολεύεται και να τεντώνει τα πόδια του έτσι ώστε να ξεμουδιάζουν από το βάρος των κρίκων.
Μια από όλες τις συνηθισμένες μέρες ο ανθρωπάκος βρέθηκε, όπως κάθε φορά εκείνη την ώρα, στο παζάρι της πόλης. Του φαινόταν πάντα τόσο παράξενο που οι άνθρωποι μαζεύονταν σαν τις μέλισσες γύρω από τους πάγκους των μικροπωλητών για να αγοράσουν με τα στόματα ανοιχτά λογιών λογιών πράγματα, ενώ στον ίδιο ο μόνος λόγος για τον οποίο άνοιγαν το στόμα τους ήταν για να του φωνάξουν. Εκείνη την ημέρα όμως, οι άνθρωποι είχαν μείνει με τα στόματα ανοιχτά όχι για να αγοράσουν αυτά που ήθελαν, μα γιατί ο ίδιος ο βασιλιάς βρέθηκε στο παζάρι των πραματευτών. Και ω ναι! η συνηθισμένη εκείνη ημέρα έγινε αυτομάτως ασυνήθιστη.
Ο ανθρωπάκος, όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, είχε μείνει άφωνος καθώς έβλεπε τον βασιλιά με τους φρουρούς του να πλησιάζουν προς το μέρος τους. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήθελε εκεί ο βασιλιάς και ενώ είχαν σταματήσει να μιλάνε όλοι κατά έναν περίεργο τρόπο ένα τεράστιο βουητό ακουγόταν σε όλη την έκταση του παζαριού. Ο ανθρωπάκος με το κεφάλι σκυφτό κοιτούσε το χώμα στα πόδια του, όταν ξαφνικά ένα χέρι σκούντησε τον ώμο του και σήκωσε το βλέμμα του. Μπροστά του στεκόταν ο βασιλιάς. Με απορία τον ρώτησε τι είχε στο πουγκί του που γυάλιζε τόσο έντονα. Βραχάκια όλων των ειδών βασιλιά μου, είπε ο ανθρωπάκος και αμέσως ξαναχαμήλωσε το βλέμμα του. Όμως ο βασιλιάς δεν άκουγε και τον ρωτούσε ξανά και ξανά. Στην αρχή μιλούσε χαμηλόφωνα από φόβο, προσπαθώντας να εξηγήσει τι είχε μέσα στο πουγκί του, μα ο βασιλιάς έδειχνε να μην ακούει και έτσι άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Μάταια όμως. Ήταν και ο βασιλιάς ένας από όλους αυτούς που η φωνή του ανθρωπάκου δεν έφτανε ποτέ στα αυτιά τους όσο κι αν πάσχιζε να τον ακούσουν. “Πώς τολμάς να με χλευάζεις!” φώναξε ο βασιλιάς καθώς τα μάτια του άρχισαν να βγάζουν φωτιές απ το θυμό του και έτσι μέσα σε μια στιγμή, χωρίς ο ανθρωπάκος να προλάβει να καταλάβει πώς, βρέθηκε αλυσοδεμένος στο μπουντρούμι του κάστρου.
Πέρασε μια ολόκληρη ημέρα και μόνο τότε ο φρουρός κατέβηκε στο κελί του για να τον ενημερώσει ότι αν μέσα σε μια εβδομάδα δεν εξηγούσε στον βασιλιά τι είναι αυτές οι λαμπερές πέτρες θα τον απαγχόνιζαν στη μέση της πλατείας, όπως άρμοζε άλλωστε σε κάθε ανυπάκουο στις εντολές του βασιλιά. Απελπισμένος ο ανθρωπάκος έσκυψε το κεφάλι και έγνεψε συγκαταβατικά ενώ ήξερε..ήξερε ότι η φωνή του δεν ακουγόταν παρά μόνο σε ελάχιστους και όπως είχε φανεί ο βασιλιάς δεν ήταν ένας απ αυτούς.
Ξάπλωσε στο μπουντρούμι και περίμενε να περάσουν οι μέρες. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε, καθώς ήταν συνηθισμένος να κοιμάται στην κουφάλα εκείνου του πελώριου πλατανιού, παρά μόνο οι αλυσίδες που είχαν περάσει στους κρίκους των ποδιών του και τον εμπόδιζαν να τα απλώσει για να ξεκουραστούν. Μέχρι που παρατήρησε ότι στο σημείο που είχαν τρυπήσει τους κρίκους για να περάσουν τις αλυσίδες είχε τριφτεί ο χαλκός και ξαναφάνηκε το αληθινό του χρώμα, που είχε χρόνια να δει μα ήξερε πάντα πως ήταν εκεί. Έτσι κουλουριασμένος όπως ήταν έστριψε το σώμα του όσο μπορούσε και κατάφερε μέσα στο σκοτάδι να βρει την μοναδική αχτίδα του φεγγαριού που πέρναγε από μια σχισμή του τοίχου και να την κάνει να πέσει στην τρυπούλα του κρίκου του. Το χρώμα του χαλκού μαζί με το φως του φεγγαριού ήταν ζεστό και μαγικό. Η λάμψη του θύμιζε τα βραχάκια του που πια δεν είχε μαζί του, καθώς τα είχε κρατήσει ο βασιλιάς. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε ότι όλα τα χρώματα που είχε κατορθώσει να δει μέσα από τα βραχάκια του, στη διάρκεια της ζωής του, ήταν αρκετά για να οδηγηθεί ήρεμος και ευχαριστημένος στο τέλος της ζωής του.
Το ζεστό φως από την αχτίδα του φεγγαριού είχε εξαφανιστεί και την θέση του είχε πάρει ένα πιο άγριο και ψυχρό φως. Το πόδι του είχε μουδιάσει μα η νέα λάμψη στον κρίκο του ήταν η ανταμοιβή και η ανακούφισή του. Η ώρα περνούσε, μέχρι που εμφανίστηκε η πριγκίπισσα και υποχρεώθηκε έστω και σκυφτός να σηκωθεί όρθιος. “Ξέρω ποιος είσαι και γιατί είσαι εδώ, του είπε χωρίς να προλάβει ο ίδιος να πει τίποτα. Αναγνώρισα το πουγκί σου στο τραπέζι του αλχημιστή και θυμήθηκα. Έχω κι εγώ ένα βραχάκι που μου είχες χαρίσει όταν ήμουν μικρή” και μέσα από την τσέπη του φουστανιού της εμφάνισε το βραχάκι που της είχε χαρίσει.
Ποτέ δεν ξεχνούσε, αν και ποτέ δεν θυμόταν τα βραχάκια που είχαν περάσει απ το πουγκί του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που τα χάριζε και δεν τα πουλούσε, για να μην ξεχνάει και να μην θυμάται. Η μικρή είχε έρθει με την γκουβερνάντα της στην πόλη για να αγοράσουν τους σπάνιους βολβούς που πουλούσε εκείνη την ημέρα ο πολυταξιδεμένος γυρολόγος. Στο δρόμο τους συνάντησαν τον ανθρωπάκο που όταν τους έδειξε τα βραχάκια του η μικρή πριγκίπισσα διάλεξε αμέσως το δικό της. Γιατί ξέχασα να πω! Όλα τα παιδιά μπορούσαν να ακούνε τον ανθρωπάκο όσο χαμηλόφωνα κι αν μίλαγε και σε όλα είχε χαρίσει βραχάκια, παρ όλο που ήξερε ότι τα περισσότερα απ αυτά θα τα έχαναν ή θα τα ξέχναγαν σε κάποιο σκονισμένο συρτάρι στο πέρασμα του χρόνου.
Η μικρή πριγκίπισσα όμως, που τώρα ήταν ολόκληρη κοπέλα, είχε καταφέρει να το φυλάξει. Μην ανησυχείς, του είπε, θα εξηγήσω εγώ στον βασιλιά τις πέτρες σου και αμέσως εξαφανίστηκε. Ο ανθρωπάκος πάγωσε, καθώς η καρδιά του έμεινε μετέωρη ανάμεσα στην αγωνία και την ανακούφιση. Τι θα κατάφερνε η πριγκίπισσα; Και πώς θα εξηγούσε στον βασιλιά τις πέτρες του όταν ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τα δώρα του!
Οι μέρες περνούσαν και οι αχτίδες του φεγγαριού και του ήλιου έπαιζαν πάνω στους κρίκους του ανθρωπάκου. Η απελπισία άρχισε να τον καταλαμβάνει καθώς δεν είχε δει άνθρωπο όλο αυτό το διάστημα. Ακόμα και ο φρουρός που κάθε μέρα κατέβαινε και περίμενε τις εξηγήσεις του είχε να φανεί από τότε.
Η επόμενη μέρα ήξερε ότι ήταν η τελευταία. Το μόνο που του έμενε στην καρδιά ήταν η ανακούφιση του τέλους. Ώσπου, εμφανίστηκε ο φρουρός άνοιξε την πόρτα του κελιού του, έλυσε τις αλυσίδες απ τα πόδια του και τον οδήγησε στον βασιλιά. Ένα τεράστιο παράθυρο πίσω από τον θρόνο του έλουζε με φως όλο το δωμάτιο, μα όπως ο βασιλιάς είχε γυρισμένη την πλάτη του σε αυτό το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από μια μεγάλη γκρίζα σκιά. Ο ανθρωπάκος στάθηκε μπροστά του όπου ακριβώς τον άφησε ο φρουρός. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη όταν απότομα σηκώθηκε από το θρόνο του ο βασιλιάς τον πλησίασε και για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταξε στα μάτια. Καθώς το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό το μονό που μπορούσε να διακρίνει ο ανθρωπάκος ήταν μια μικρή λάμψη στην άκρη των βλεφάρων του. Αμέσως ο βασιλιάς γονάτισε μπροστά του έπιασε τα χέρια του και τα φίλησε.
Σε ευχαριστώ γενναίε μου, του είπε μέσα από αναφιλητά. Σε ευχαριστώ για όλα τα δύσκολα δώρα που μου χάρισες! Μέσα από τα μάτια της κόρης μου μπόρεσα επιτέλους να θυμηθώ! Όλα τα σπουδαία χρώματα που κρύβονται μέσα στις πέτρες σου, όπως το χρώμα της αγάπης, το χρώμα της καλοσύνης, το χρώμα της αξιοπρέπειας, το χρώμα της αθωότητας και τόσα άλλα χρώματα που δίνουν αυτήν την εκτυφλωτική λάμψη στις πέτρες σου. Τώρα αμέσως διατάζω το φρουρό να κόψει τους κρίκους απ τα πόδια σου για να σε απαλλάξει από το βάρος τους και είμαι έτοιμος να εκπληρώσω την επιθυμία σου.
Ο φρουρός έτρεξε να σπάσει τους κρίκους απ’ τα πόδια του μα όσο κι αν προσπαθούσε αυτό ήταν αδύνατο. Έκπληκτος και αναστατωμένος ο βασιλιάς άρχισε πάλι να βγάζει φωτιές από τα μάτια του. Μην προσπαθείτε μάταια, φώναξε ο ανθρωπάκος και η φωνή του αυτήν τη φορά σχεδόν τρύπησε τα αυτιά του βασιλιά μα και τους τοίχους ολόκληρου του παλατιού. Ο ταπεινός άνθρωπος παραμένει πάντα δέσμιος της μοίρας που επέλεξε και όσο για την επιθυμία μου… παρακαλώ μην πειράξετε ποτέ εκείνο το πλατάνι που έκανα σπίτι μου.
από τη Μαρία Θανοπούλου