Στον Κάτω Κόσμο βασιλεύει η σιωπή. Το φως που μπαίνει είναι λιγοστό και η βουβαμάρα καλύπτει τη φωνή της αγωνίας. Μόνο η θλίψη ίσως να έκανε κάποιον να πειστεί πως ανήκει εκεί. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να εξιστορηθεί, επιβεβαιώνοντας και την τελειότητα αυτού του κόσμου. Δεν υπάρχει κανένα λάθος και καμιά αντίφαση, όλα είναι στη θέση τους, απλά Ονόματα. Αυτό που θα βρούμε εκεί είναι προ πολλού νεκρό, όπως διατάζει η μοίρα, αλλά η νοσταλγία είναι μια πολύ μεγάλη δύναμη για να την παρακάμψουμε. Αν δε μπορέσουμε να εμφυσήσουμε ζωή σε αυτό που πέθανε μπορεί να χρειαστεί να του μοιάσουμε.
Τι θα άξιζε μια επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο; Να έχει, άραγε, κάποιο νόημα η γνωριμία με το σκοτάδι που προκαλεί η θλίψη; Είναι βέβαια πολύ διαφορετικό να κάνεις μια επίσκεψη από το να επιλέξεις ή να εξαναγκαστείς να παραμείνεις για πάντα εκεί. Αν και για να λέμε την αλήθεια, κανείς δεν έχει αποφύγει μια φευγαλέα βόλτα, πολλοί ίσως να αμέλησαν να επιστρέψουν.
Κι ΄ όμως, όλοι θα αναγνώριζαν μια ψιθυριστή ευχαρίστηση στη θλίψη. Ίσως, το να ξέρεις που είναι η έξοδος, σε κάνει να απολαμβάνεις την αποπνικτική αγκαλιά της. Με αυτή την έννοια το αίσθημα της θλίψης είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την κατάθλιψη. Η κατάθλιψη, είναι μια έννοια που αρκετές φορές γίνεται αντικείμενο κατάχρησης κυρίως επειδή η θλίψη έχει αποκτήσει, δυστυχώς, πολύ κακή φήμη. Ένα τόσο κακόφημο και παρεξηγημένο συναίσθημα, ειδικά σε ένα περιβάλλον που η θετική σκέψη εξουσιάζει, πρέπει σχεδόν αναγκαστικά να μετατραπεί σε τέρας. Υπάρχει όμως, μια διαφορά. Ενώ η θλίψη είναι μια πολύ έντονη σωματική, συναισθηματική πραγματικότητα, η καταθλιπτική κατάσταση είναι η νέκρωση του συναισθήματος. Το καταθλιπτικό βίωμα είναι περισσότερο η εμπειρία του κενού παρά οτιδήποτε άλλο. Το σκοτάδι είναι πλήρες και όλες οι έξοδοι είναι κλειστές. Είμαστε, δίχως άλλο, νεκροί. Αντί να επισκεπτόμαστε νεκρούς γινόμαστε κάποιοι από αυτούς.
Η έννοια του Θανάτου δεν αναφέρεται βέβαια μόνο στο βιολογικό μας τέλος αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και για να περιγράψει την τάση που διαθέτουμε, να καταστρέφουμε σχέσεις και καταστάσεις που δε μας χωρούν πια. Ο ίδιος ο Freud μέσα από λαβυρίνθους θεωρητικών υποθέσεων μίλησε για την ενόρμηση Ζωής και την ενόρμηση Θανάτου. Όπως εξηγούν και οι Laplanche και Pontalis η Ενόρμηση Θανάτου είναι η δύναμη που οδηγεί τους οργανισμούς στην επιστροφή στην ανόργανη κατάσταση. Από την αυτοκαταστροφή ως και την καταστροφή αυτού που είναι έξω. Αντίθετα, η Ενόρμηση της Ζωής βρίσκεται στην υπηρεσία της δημιουργίας και συντήρησης μεγάλων ενοτήτων, σχέσεων, παραστάσεων. Ας αφήσουμε τα βιολογικά παρεπόμενα κατά μέρος και ας αναρωτηθούμε: τι θα μας έλεγαν αυτές οι έννοιες για τις εικόνες και τις σχέσεις που με ευλάβεια χτίζουμε αλλά και με μανία καταστρέφουμε;
Υπάρχουν πολλές τακτικές να χτίσουμε και να θαυμάσουμε το οικοδόμημα μας. Άλλωστε, είναι οι σχέσεις που φτιάξαμε για να μας συντηρούν στη ζωή. Η δαιμονική αντίφαση όμως, βρίσκεται στις τακτικές με τις οποίες καταστρέφουμε αυτά που δημιουργήσαμε. Μοιάζει λίγο σαν να απολαμβάνουμε την ύπαρξη της απώλειας και να επιδιώκουμε εμμονικά τη θλίψη. Οι ευεργετικές ιδιότητες της εμπειρίας της απώλειας και της θλίψης βρίσκονται σε κάτι πάρα πολύ απλό. Συντονιζόμαστε με την πραγματικότητα η οποία αρνείται πεισματικά να μας χαρίζεται σαν δώρο. Η πραγματικότητα που ξέρει να σκοτώνει και παθιάζεται να διδάξει και εμάς, μια αντιφατική και αδυσώπητη θεότητα. Η πραγματικότητα, είναι ένα εργαστήριο Θανάτου.
Η παρακάτω δήλωση είναι σίγουρα περίεργη.. Εγώ είμαι ακόμα πιο περίεργος που νοιώθω σίγουρος γι αυτή: Το καταθλιπτικό βίωμα είναι η αποθέωση της Ζωής. Και αυτό συμβαίνει γιατί αρνείται ολοκληρωτικά τον Θάνατο σαν να μην ήταν το μέρος μιας Διαλεκτικής της δημιουργίας. Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις (που πολλές φορές έχουν οδηγήσει και μένα να αναρωτιέμαι αν διαβάζω μπούρδες) όταν μιλάμε για υπαρκτές μορφές του πόνου μπορούν να αποβούν και ύβρις. Ας ελπίσουμε να μη συμβαίνει το ίδιο και τώρα.
Η προστασία της Ζωής, με λίγα λόγια η φροντίδα αυτού που υπάρχει, αυτού που γνωρίζουμε πως αγαπάμε, δημιουργεί την ελπίδα πως αυτό δε θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ. Ποιός θα μπορούσε να σκεφτεί πως ο πόθος για το ερωτικό αντικείμενο κάποια στιγμή θα σβήσει, χωρίς να ζαλιστεί από απελπισία ή να χλευάσει τον εαυτό του που σκέφτεται ανοησίες; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως μια βαθιά σχέση θα μπορούσε να καταλήξει στο χωρισμό; Είναι δυνατόν ένας υπερήρωας σαν το δυνατό πατέρα μας να είναι ένας απλός άνθρωπος με ανάγκες ή η μητρική φροντίδα να μην ήταν και τόσο αλτρουιστική όσο νομίζουμε; Ακόμα και η αυτοεικόνα μας κάποια στιγμή είναι αμφίβολο αν μπορεί να συνεχίσει να ζει. Μερικές φορές, το Πένθος είναι αδύνατο να συμβεί και τα πάντα καταδικάζονται στην αθανασία.
Τι αξία τότε θα είχε να γευόμαστε τη θλίψη και να παραδεχτούμε πως κάτι είναι νεκρό; Σίγουρα, το να συνεχίσουμε να ζούμε. Φυσικά, δεν αναφέρομαι μόνο στις απώλειες προσώπων που ο βιολογικός θάνατος μας φέρνει αντιμέτωπους αλλά και στις συμβολικές απώλειες που οι αλλαγές μας επιβάλλουν. Τι άλλο από θάνατος είναι η συνειδητοποίηση πως τα πρόσωπα που αγαπούμε στην ουσία δεν είναι πραγματικά; Ο μόνος τρόπος για να τα πλησιάσουμε είναι η συμβολική απεικόνιση της σχέσης μας μαζί τους αλλά η πραγματικότητά τους συνεχώς θα μας διαφεύγει. Ένας άντρας μου διηγήθηκε, πως αναγκάστηκε να γίνει η μητέρα της μητέρας του, όταν αυτή πάσχοντας από άνοια αδυνατούσε να πραγματοποιήσει τα βασικά της ζωής και θα μπορούσαμε εύκολα να την παρομοιάσουμε με παιδί. Χρειάστηκε πολύ θάρρος ο Γιος που ήταν, να υποστεί τις αλλαγές που χρειάζονταν ώστε να γίνει ο φροντιστής αυτής που πάντα τον φρόντιζε. Η θλίψη του τον βοήθησε να αποχαιρετήσει τον γιο που πάντα δεχόταν τη φροντίδα. Μια καταθλιπτική απάντηση σε αυτή την πολύ σκληρή αλλαγή ίσως να συνέβαινε αν η μητέρα του δεν είχε το θάρρος παλιότερα, να του δίνει την προσοχή που χρειαζόταν χωρίς να δείχνει ότι καταστρέφεται όταν αυτός μπορούσε και χωρίς αυτή. Ευτυχώς γι ΄ αυτόν, η μητέρα του τον φρόντισε ακόμα και όταν φαινόταν πως η ασθένειά της το κάνει αδύνατον. Οι σχέσεις θα πεθαίνουν με τη μια μορφή για να ζήσει και κάποια άλλη.
Ο Οδυσσέας, τρεις φορές προσπάθησε να αγκαλιάσει τη μητέρα του όταν αναγκάστηκε να επισκεφθεί τον Κάτω Κόσμο. Και τις τρείς φορές απέτυχε. Η νεκρή μητέρα, γλιστρούσε σα φάντασμα μέσα από τα χέρια του. Ήξερε όμως, πως στον Κάτω Κόσμο πήγε για άλλο λόγο. Δεν ήταν προορισμένος να μείνει εκεί αλλά είχε να μάθει από τον Τειρεσία την αλήθεια. Και ίσως δεν είναι τυχαίο που αυτή την αλήθεια, την έμαθε από ένα μυθικό πρόσωπο που είχε ιδιαίτερο ρόλο και στην ιστορία του Οιδίποδα και υπήρξε στη ζωή του και άντρας και γυναίκα! Η Περσεφόνη έστω και με τη βία έπρεπε να περάσει από τον Άδη για να μπορέσει να πεθάνει σαν Κόρη και να επιστρέψει ως γυναίκα και σύζυγος. Μια βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Ακόμα κι αν αυτό έπρεπε να γίνει μέσω της απέραντης και ίσως απειλητικής θλίψης της μητέρας της αλλά και της ίδιας. Υπάρχουν προφανώς ανώτερες δυνάμεις που επιβάλλουν τις αλλαγές και ο Οδυσσέας ήξερε πως πρέπει να σκοτώσει το βλάσφημο και παντοδύναμο εαυτό του που προσέβαλλε τη δύναμη του Ποσειδώνα. Μόνο τότε θα μπορούσε να ζήσει εκεί που επιθυμούσε. Και στις δυο περιπτώσεις η αθωότητα πέθανε για να αντικατασταθεί, μέσω του πόνου είναι η αλήθεια, από κάτι νέο.
Είναι ίσως περίεργο τελικά να λέμε ότι το καταθλιπτικό βίωμα είναι η αποθέωση της Ζωής, όταν υπονοείται πως είναι ο εγκλωβισμός στον κόσμο των νεκρών. Σίγουρα πρόκειται και για γλωσσική αμφισημία καθώς, η εμμονή στη συντήρηση αυτού που ζει μπορεί και να καταδικάσει στην ακινησία που είναι χαρακτηριστικό του θανάτου. Από την άλλη η αποδοχή του θανάτου μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία αντικατάστασης του νεκρού με κάτι νέο που θα το συντηρήσουμε στη ζωή μέχρι κι αυτό να ακολουθήσει τη μοίρα του και ούτω καθεξής… Η θλίψη είναι μια συγγνώμη στους νεκρούς. Μπορούμε να ζούμε και μετά από αυτούς.
Υποστηρίζω, πως το καταθλιπτικό βίωμα και οι βαρύτατες ενοχές που το συνοδεύουν στην πραγματικότητα υποκρύπτει το εξής: Τον φρικτό φόβο, πως οι αλλαγές στις σχέσεις μας που ισοδυναμούν με συνεχείς συμβολικούς θανάτους, είναι στην πραγματικότητα θάνατοι προσώπων. Ίσως γι αυτό ο άνθρωπος που βιώνει την κατάθλιψη είναι εγκλωβισμένος στον Άδη. Ίσως προσπαθεί να εμφυσήσει ζωή σε μια χαμένη εικόνα που του έδωσε το σήμα πως δε μπορεί να ζει χωρίς αυτόν. Η αντικατάσταση υπήρξε αδύνατη και η συμβολική διέξοδος που εξασφαλίζει την αυτονομία έκλεισε. Δεν είναι αδύνατο να ανοίξει, και ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της θεραπείας είναι η αντοχή της ζωής του θεραπευτή απέναντι στην απογοητευτική πεποίθηση πως δε μπορούν να αναστηθούν οι νεκροί. Ακόμα και αν τους φοβόμαστε, δε χρειάζεται να γίνουμε κάποιοι από αυτούς.
από το Θοδωρή Δρούλια